Ο Πρόεδρος Wilson, ο οποίος προ 6 μηνών είχε κερδίσει την προεδρία με το σύνθημα 'Να κρατηθεί η Αμερική έξω απ' τον πόλεμο', είχε ήδη διαφορετική θέση, δηλαδή να ταχθεί με το μέρος των Συμμάχων, πολύ πρίν ενημερωθεί για το τηλεγράφημα Zimmermann απ' τον δημοσιογράφο Walter Page. Η αυξανόμενη οικονομική εξάρτηση των Συμμάχων απ' τα αμερικανικά ταμεία, η ίδια η εκστρατεία των U-boat, οι μνήμες της βύθισης του Lusitania, τα πολυάριθμα άλλα επιβατικά πλοία που βυθίστηκαν απ' τους Γερμανούς, η Έκθεση Bryce, όλα τους σε συνδυασμό με την επιδεξιότητα και την μυστικότητα της βρετανικής προπαγανδιστικής εκστρατείας, ώστε να βοηθήσουν τους Αμερικανούς να 'έχουν τη σωστή προβολή' των θεμάτων, ήσαν καταλυτικοί παράγοντες ώστε οι Ηνωμένες Πολιτείες συμμετείχαν στην κήρυξη του πολέμου κατά της Γερμανίας στις 6 Απριλίου του 1917.
Το εν λόγω τηλεγράφημα συνέβαλε, ώστε να επωφεληθεί πολιτικά ο Wilson. Οι όποιες αμφιβολίες περί της αυθεντικότητας του τηλεγραφήματος διαλύθηκαν με την παραδοχή του Γερμανού Υπουργού των Εξωτερικών ότι είχε αποσταλεί απ' τον ίδιο (3 Μαρτίου). Οι επιτελείς απ' το Δωμάτιο 40 ήσαν επίσης εις θέση ν' αποκρύψουν το γεγονός ότι ο κώδικας τους είχε σπάσει απ' τους Γερμανούς, οι οποίοι ισχυρίζονταν πως κατείχαν ένα αποκωδικοποιημένο αντίγραφο του τηλεγραφήματος το οποίο είχαν υποκλέψει με τη σειρά τους απ' το Μεξικό. Απ' την στιγμή που οι Αμερικάνοι είχαν εισέλθει στον πόλεμο, υπήρχε ολοφάνερα πολύ λιγότερο ενδιαφέρον απ' τους Βρετανούς, γεγονός που τους έδιδε το πλεονέκτημα να επικεντρωθούν στην διεξαγωγή της δικής τους προπαγάνδας, οπότε και μειώθηκε η επιρροή του Wellington House. Μία εβδομάδα απ' την κήρυξη του πολέμου, οι Αμερικάνοι έθεσαν σε ισχύ την δική τους προπαγανδιστική μηχανή, την 'Επιτροπή Δημοσίων Υποθέσεων' (CPI), υπό την διεύθυνση του George Creel, ενός δημοσιογράφου κι υποστηρικτή του Προέδρου. Αυτό το σώμα ήτο επιφορτισμένο με την λογοκρισία και την προπαγάνδα, παρ' όλο που ο Creel ενδιαφερόταν πολύ περισσότερο για την 'έκφραση παρά για την καταστολή'. Μετέπειτα ο ίδιος περιέγραψε το έργο του ως την προσπάθεια για 'την εκτίναξη της δημοσιότητας, μία τεράστια επιχείρηση στον τομέα των πωλήσεων, την μεγαλύτερη περιπέτεια του κόσμου σε επίπεδο διαφήμισης'.
Η Επιτροπή Creel χωρίστηκε σε δύο τμήματα, σ' αυτό του Εσωτερικού, το οποίο προσπάθησε να κινητοποιήσει την Αμερική σε ό,τι είχε να κάνει με τον πόλεμο, και σ' αυτό του Υπουργείου Εξωτερικών, που χωρίζονταν στους Ανταποκριτές Ξένου Τύπου του Προεδρείου, στις υπηρεσίες ασυρμάτου και τις καλωδιώσεις και στην Υπηρεσία Εξωτερικού Κινηματογράφου. Το τμήμα του Εξωτερικού επόπτευε γραφεία σε περισσότερες από 30 χώρες του εξωτερικού. Περισσότερες από 20 άλλες υποδιαιρέσεις χειρίζονταν τις εξειδικευμένες πτυχές του έργου. Έχοντας αντικαταστήσει το Wellington House το όργανο ήτο στελεχωμένο από συγγραφείς και δημοσιογράφους, σ' αντίθεση με τον αντίστοιχο βρετανικό οργανισμό που λειτουργούσε εν κρυπτώ. Μοίρασαν εκατομμύρια φυλλάδια, ενώ συχνά ασχολούνταν με θέματα προσωπικού ενδιαφέροντος που σχετίζονταν με τους φιλελεύθερους μεταρρυθμιστές πνευματικούς ταγούς, που συχνά φαινόνταν πιο αποφασισμένοι να ομιλήσουν ανοικτά περί των ιδεωδών της αμερικανικής δημοκρατίας και υπέρ της καταπολέμησης του πρωσικού μιλιταρισμού. Μ' άλλα λόγια, πολλοί απ' τους συνεργάτες της CPI είδαν τον διορισμό τους στην θέση αυτή ως ιδανική ευκαιρία να προωθήσουν την ιδεολογία της αμερικανικής δημοκρατίας σε μία εποχή που η ίδια η Αμερική βρισκόταν σε φάση σημαντικών κοινωνικών μετασχηματισμών, όπως λόγου χάρη ήτο η ανάπτυξη των πόλεων και το κλείσιμο των συνόρων, καθώς επλήττετο απ' την μετανάστευση). Μία τέτοια ιδεολογία παρείχε ένα ενοποιητικό συνοχής σε μία χώρα τόσο διαφορετική όσο η Αμερική σε μία εποχή πολέμου και κοινωνικών αλλαγών. Μία σημαντική ανησυχία της Επιτροπής Creel ήτο πώς θα επαναπάτριζε τους απλούς Αμερικανούς, διότι πλέον συμμετείχαν σ' έναν πόλεμο σ' απόσταση άνω των 4.000 μιλίων μακριά απ' την πατρίδα τους. Παρά την εκστρατεία των γερμανικών U-boats, και δεδομένου ότι η πρώτη υπερατλαντική πτήση δεν είχε πραγματοποιήθηκε μέχρι το 1919, ουσιαστικά η αμερικανική πατρίδα δεν απειλείτο άμεσα. Αυτό έκανε ακόμα δυσκολότερη την αιτιολόγηση της εμπλοκής των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο στο αμερικανικό λαό. Το γεγονός υποχρέωσε τους ηγέτες των Ηνωμένων Πολιτειών να μετέλθουν των εξής επιχειρημάτων, ώστε ν' αντιπαρέλθουν της λαϊκής κατακραυγής.
Πρώτον, στις επίσημες ομιλίες τους ισχυρίζονταν πως η Αμερική πολεμούσε σ' έναν πόλεμο για την ειρήνη, την ελευθερία και τη δικαιοσύνη για λογαριασμό όλων των εθνών-λαών. Ακόμη κι οι απλοί Γερμανοί πολίτες άξιζε να απολαμβάνουν τα οφέλη της δημοκρατίας κι όχι την καταπίεση των ολοκληρωτικών κι αδίστακτων στρατιωτικών καθεστώτων. Δεύτερον, όπως δήλωσε ο Πρόεδρος Wilson το 1917: 'Δεν έχουμε καμία φιλονικία με τον γερμανικό λαό. Δεν διακατεχόμαστε από ένα αίσθημα εκδίκησης απέναντί τους, αλλά αντίθετα από αίσθημα συμπάθειας και φιλίας. Δεν είναι ευθύνη του ότι η κυβέρνησή του αποφάσισε την είσοδο σ' αυτό τον πόλεμο'. Αυτό το επιχείρημα χρησιμοποιήθηκε, ώστε να δώσει το παράδειγμα στους άλλους Σύμμαχους, των οποίων η εστίαση της προπαγάνδας εναντίον του εχθρού τους για το υπόλοιπο του πολέμου ήτο να διαιρέσουν το γερμανικό λαό απ' τους ηγέτες του. Χρησίμευσε επίσης, ώστε να προειδοποιήσει τους Αμερικανούς ότι ο εχθρός τους ήτο ένα καθεστώς κι όχι ένας λαός, μία ιδεολογία παρά ένας αντίπαλος στρατός, κι ότι, αν ένα τέτοιο αυταρχικό καθεστώς θριάμβευε η δημοκρατία παντού θα τίθετο σε κίνδυνο. Αυτό αποδεικνύει για ακόμα μία φορά πως επρόκειτο για έναν ιδεολογικό πόλεμο κι όχι τόσο για έναν πόλεμο συμφερόντων. H CIP είχε καθιερώσει έναν βασικό άξονα στον οποίο κινείτο στον τομέα της προπαγάνδας. Τα περί 'γερμανικών θηριωδιών' που διαδίδονταν στις συμμαχικές χώρες. Βάσει αυτών προσπαθούσαν να επιβάλουν το λεγόμενο 'αυταπόδεικτο'. Ότι το καθεστώς του Kaiser ήτο ασύμβατο με τα δημοκρατικά ιδεώδη κι επομένως οι θηριωδίες ήσαν άμεση απόρροια αυτής της ιδεολογικής θέσης. Ο Kaiser είχε σκιαγραφηθεί ως διάβολος που φορούσε ένα παραδοσιακό πρωσικό κράνος, οι Γερμανοί στρατιώτες ως βιαστές αθώων γυναικών (νοσοκόμες και μοναχές ότι δήθεν ήσαν οι αγαπημένοι στόχοι του πόθου τους) κι ως δολοφόνους παιδιών. Οι παρακολουθήσεις της Γερμανίας στο Βέλγιο, το Μεξικό, στον Ατλαντικό χρησιμοποιήθηκαν ως δυκτικό παράδειγμα της γερμανικής κουλτούρας. Οι Βρετανοί προπαγανδιστές ήσαν πολύ πρόθυμοι να βοηθήσουν στην παροχή υλικού στον λαό των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως ήσαν τα κινούμενα σχέδια της Ολλανδής ζωγράφου και καρτουνίστριας Louis Raemakers, τα οποία τον Οκτώβριο του 1917 αναπαρήχθησαν σε 2.000 αμερικανικές εφημερίδες με συνολική κυκλοφορία μόλις κάτω από 250 εκατομμύρια αναγνώστες.
Οι Βρετανοί ανέκαθεν έσπρωχναν τους Αμερικάνους να 'καθαρίσουν' κι οι ίδιοι επωφελούνταν απ' το παρασκήνιο. Ό,τι συμβαίνει έως σήμερα στις διάφορες ειρηνευτικές αποστολές στην Μέση Ανατολή κι αλλού. Προωθούσαν την ιδέα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες όφειλαν ν' αποκαταστήσουν την Δημοκρατία του Παλαιού Κόσμου. Το μήνυμα που προωθούσε η CIP στα σχολεία μέσω της επιθεώρησης 'Η Εθνική Εκπαίδευση', στα εργοστάσια, στις θεατρικές αίθουσες, είχε καταστεί μία απροκάλυπτη προπαγάνδα. Η ραδιοφωνία εξέπεμπε ακόμα σε σήματα μορς, ενώ συστάθηκε μία οργάνωση που διεξήγαγε την προπαγάνδα, οι 'Four Minute Men', οι οποίοι πραγματοποίησαν 1 εκατομμύριο ομιλίες, έχοντας κοινό 400 εκατομμύρια ανθρώπους. Η αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία αναδείχθηκε ως η πιο ισχυρή στον κόσμο, συνεπεία των επιπτώσεων του πολέμου στην ευρωπαϊκή παραγωγή ταινιών, ενώ το κέντρο της μετατοπίστηκε σε μεγάλο βαθμό απ' τη Νέα Υόρκη στο Χόλιγουντ. Δεδομένου αυτού ήτο στην πολύ ευχάριστη θέση να μπορεί να βοηθήσει την κυβέρνηση μέσω της Πολεμικής Επιτροπής της Κινηματογραφικής Βιομηχανίας, πρόεδρος της οποίας ήταν ο D.W Griffith, ο καταξιωμένος σκηνοθέτης της παραγωγής 'Η γέννηση ενός Έθνους' (1915), η οποία συμβόλιζε τη μετατροπή του κινηματογράφου σε μια σοβαρή μορφή τέχνης και ένα μέσο μαζικής πειθούς. Μ' άλλα λόγια ο κινηματογράφος τέθηκε στην υπηρεσία της πολιτικής στράτευσης, δηλαδή κατέστη στρατευμένη τέχνη.
Ηθοποιοί του συρμού Charlie Chaplin, Douglas Fairbanks, Mary Pickford και William Hart εμφανίστηκαν σε προπαγανδιστικές ταινίες όπως: 'The Great Liberty Bond Hold-up' (1917), 'The Little American' (1917), κ.α. Ταινίες κατασκοπείας όπως ήσαν οι 'The Hun Within' (1918), 'The Kaiser, the Beast of Berlin' (1918) και 'The Claws of the Hun' (1918), μετέφεραν το αντιγερμανικό αίσθημα σε κάθε αμερικανικό σπίτι. Αυτό αποδεικνύει την αρχική θέση μας στην παρούσα σειρά άρθρων. Ότι ο πόλεμος κατέστη υπόθεση κάθε πολίτη. Ο ανταγωνισμός μεταξύ της CIP και των παραγωγών του Χόλιγουντ, εξώθησε την πρώτη στην παραγωγή 60 ταινιών για τους ανωτέρω σκοπούς, όπως ήσαν οι 'Pershing’s Crusaders' και 'The Official War Review'. Μολονότι οι προσληφθέντες άπειροι εικονολήπτες δεν μπορούσαν να κάνουν θαύματα εκείνη την εποχή, κατάφεραν να προωθήσουν την προπαγάνδα τους μέσω των 'America’s Answer' (1918) και 'Our Colored Fighters' (1918). Οι επίσημες αυτές ταινίες ήσαν πολύ λιγότερο προπαγανδιστικές σε σχέση με τις παραγωγές του εμπορικού κλάδου. Είχαν σχεδιαστεί κατάλληλα προκειμένου να υπηρετήσουν τις στρατιωτικές ανάγκες (ανύψωση του ηθικού) να ενημερώσουν, να εκπαιδεύσουν, να χρησιμεύσουν ως ιστορικά αρχεία. Μ' άλλα λόγια, αντιπροσώπευαν ένα μέρος της φιλοσοφίας της CPI ότι ήταν καθήκον της (και της Αμερικής επί του συνόλου) να συμμετάσχει στην πατριωτική εκπαίδευση για μία σύγχρονη δημοκρατία.
...συνεχίζεται!
Μέρος Β' : http://maiandrioi.blogspot.gr/2014/08/blog-post_10.html