O Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ γεννήθηκε το 1945 στο Μόναχο, ένα μόλις χρόνο μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την πτώση του Γ' Ράιχ. Ο πατέρας του ήταν γιατρός κι η μητέρα του μεταφράστρια. Ήταν ένα ακόμα απ' τα πολλά παιδιά του πολέμου, αυτά που μετεξελίχθηκαν στη μεταπολεμική γενιά της Γερμανίας κι έφεραν στο προσκήνιο μία σειρά σκηνοθετών που δημιούργησαν ένα κινηματογραφικό ρεύμα, γνωστό ως Νέος Γερμανικός Κινηματογράφος. Δημιουργήθηκε από τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, στο τέλος της δεκαετίας του 1960. Η καταπιεσμένη ενοχή της προηγούμενης γενιάς για τον πόλεμο, η έμμονη ιδέα του παρελθόντος, βρήκε έκφραση μέσα απ' τις ταινίες Γερμανών δημιουργών του κινηματογράφου, όπως οι Βέρνερ Χέρτζογκ, Φόλκερ Σλέντορφ, Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, Βιμ Βέντερς, Βέρνερ Σρέτερ, Χέλμα Ζάντερς Μπραμς, και Μαργκαρέτε φον Τρότα.
Η ζωή του Φασμπίντερ υπήρξε ταραχώδης και αντίστοιχη μόνο με αυτή του ομοφυλόφιλου Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Ορφανός, μοναχικός και αψίκορος, αντιμετώπισε τόσο εσωτερικούς όσο και εξωτερικούς δαίμονες. Η συμφιλίωση με τη σεξουαλική του ταυτότητα, η μοναχική και καταπιεσμένη ζωή ενός ομοφυλόφιλου άνδρα αλλά κι η ροπή προς τα ναρκωτικά αποτέλεσαν προβλήματα στη ζωή του που είχαν ωστόσο μια μοναδική κινηματογραφική μετουσίωση. Κατά πολλούς θεωρείται ο πιο παραγωγικός σύγχρονος κουλτουριάρης σκηνοθέτης στην ιστορία του ευρωπαϊκού σινεμά (44 ταινίες μέσα σε 17-18 χρόνια), καταπιάστηκε με διαφορετικά είδη, κωμωδία, gangster film, επιστημονική φαντασία, ενσωματώνοντας στοιχεία αμερικάνικου μελοδράματος της δεκαετίας του 1950 και νεωτερικών κινηματογραφικών τεχνικών με στόχο την κοινωνική κριτική. Στις ταινίες του ασχολείται με ανθρώπους που ζουν στο περιθώριο, κοινωνικά κι υπαρξιακά, εκφράζοντας ουσιαστικά τον εαυτό του. Η έκφραση αυτή θεωρείται απ' τους κριτικούς κινηματογράφου 'τέχνη'. Οι χαρακτήρες του, περιχαρακωμένοι από τις πιέσεις της κοινωνίας, στρέφονται στην αυτοκαταστροφή και τη βία σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια να υπάρξουν. Αυτό αποτελεί μία ομολογία που βαρύνει κάθε αντίστοιχο δραματουργό του είδους. Ο προβληματισμός αυτός βρήκε την ιδανική ενσάρκωση μέσα από το είδος του μελοδράματος. Κάθε ταινία του Φασμπίντερ είναι ένα μελόδραμα, εξίσου δακρύβρεχτο με τα ανάλογα του είδους αλλά σαφώς πιο σκοτεινό και σκληρό από αυτά. Η ανθρώπινη παρακμή, ο πόνος και η αδυναμία έκφρασης των συναισθημάτων είναι στην καρδιά του φασμπιντερικού μελοδράματος. Οι ταινίες του κρίθηκαν, από πολλούς, απαξιωτικά, ως τίποτα περισσότερο από τυπικά μελοδράματα χολυγουντιανής προέλευσης. Κατηγορήθηκε για αντισημητισμό, αντικομμουνισμό, μισογυνισμό. Ευτυχώς, δεν κατηγορήθηκε και για 'εθνικοσοσιαλισμό'. To αριστούργημα του θεωρείται από πολλούς το 'Berlin Alexanderplatz' (Η διάρκεια του -16 ώρες- είναι απαγορευτική για τον κινηματογράφο). Γυρισμένο εξ ολοκλήρου με μια 16άρα κάμερα στην περίοδο 1979-1980, αποτέλεσε όνειρο ζωής του δημιουργού του και κορύφωση της δημιουργικής του πορείας. Πέθανε τον Ιούνιο του 1982 από υπερβολική δόση κοκαΐνης και υπνωτικών χαπιών, δίπλα του βρέθηκε το σενάριο με θέμα την Εβραία Rosa Luxembourg, το οποίο προόριζε για την Romy Schneider. Ήταν μόνο 36 ετών.
Το 'Berlin Alexanderplatz' είναι, πριν από οτιδήποτε άλλο, ένα μυθιστόρημα 600 σελίδων του Άλφρεντ Ντέμπλιν, γραμμένο το 1929. Πρόκειται για την Οδύσσεια ενός αποφυλακισμένου άντρα, του Φραντς Μπίμπερκοπφ, στο Βερολίνο των τελευταίων χρόνων της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, καθώς εκείνος προσπαθεί να επιβιώσει και να μείνει μακριά από τον κόσμο της παρανομίας. Όμως γρήγορα θα βρεθεί περικυκλωμένος από τον βερολινέζικο υπόκοσμο και θα προσπαθήσει να βρει την ασφάλεια και την αγάπη εντός του, πιστεύοντας ακόμα πως είναι δυνατόν να πας ενάντια στο πεπρωμένο σου. Γνωρίζοντας πως το μυθιστόρημα του Ντέμπλιν είχε ήδη μεταφερθεί στον κινηματογράφο το 1931 από τον Φιλ Γιούτζι (έναν σημαντικό κομμουνιστή σκηνοθέτη του μεσοπολέμου, που λίγο αργότερα προσχώρησε στο ναζιστικό κόμμα), ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ δεν σταμάτησε να ονειρεύεται τη δική του εκδοχή πάνω στο μυθιστόρημα που, όπως συνήθιζε να λέει, είχε σώσει τη ζωή του ως εφήβου. Η δομή του επιβλητικού έργου είναι τέτοια, που αφήνει χώρο σε όλους τους οικείους χαρακτήρες και τα μοτίβα που στοίχειωναν πάντα τις ταινίες του Γερμανού σκηνοθέτη: πόρνες, ερωτικά τρίγωνα, μέθη, αυτοθυσία, είναι λίγα από τα δωμάτια που μπορεί κανείς να επισκεφθεί ανοίγοντας τις πολυάριθμες πόρτες του 'Alexanderplatz'. Ο cult ψευτοαριστερός Τζίμης Πανούσης δεν ξέχασε τον Φασμπίντερ. Στον δίσκο του 'Κάγκελα παντού' συμπεριέλαβε το κομμάτι 'Φασμπίντερ και ξερό ψωμί'. Απολαυστικοί στίχοι:
Τρίζουν τα κόκαλα του Μακρυγιάννη
του Μπαρμπαγιάννη του Κανατά
κάτι ξενέρωτοι Αμερικάνοι,
κάτι ροκάδες του κερατά,
πήραν φαλάγγι μπαγλαμάδες και μπουζούκια
μα δεν πειράζει, πατριώτες, είμαστε εφτάψυχοι
Πόσο θ' αντέξουνε ο Μάρκος κι ο Τσιτσάνης
δεν έχουν κάνει ούτε ένα βιντεοκλίπ,
σαν τα κοράκια σού χυμάνε, όταν πεθάνεις
οι κομπανίες με τους πράκτορες της ΚΥΠ
Γίναν οι μάγκες φεμινίστριες με ταγάρια,
μα δεν πειράζει, πατριώτες, είμαστε εφτάψυχοι
Με σέξυ πόζες κοριτσιών στην Ελασσόνα
με Παλαιστίνιο εραστή εκτελεστή
θα καβαλήσουμε κι ετούτο το χειμώνα
μπροστά στην τηλεοπτική μας θαλπωρή,
σαν τους ανάπηρους που βλέπουνε αγώνα
μα δεν πειράζει, πατριώτες, είμαστε εφτάψυχοι
Φράνσις Φορντ Κόπολα
Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
και ξερό ψωμί
Μία απ' τις ολιγόλεπτες παραγωγές του Φασμπίντερ είναι το 'Das kleine Chaos' (1966), διαρκειας μόλις 09:19, όπου ο ίδιος υποδύεται τον Franz, τον επιθετικό της τριμελούς παρέας (Theo και Marite). Εμφανής ο σεξισμός του Franz, όπου επιχειρείται μία ταύτιση του με τον μνησίκακο που η ιστορία θέλει πάντοτε να είναι ο συντηρητικός με focus στην παράδοση. Ο Franz εισβάλλει στο σπίτι μίας γυναίκας, με τον ανάλογο τσαμπουκά, κρατώντας όπλο, απαιτώντας να παίξει στο πικάπ λίγο Wagner, ενώ απευθύνει στη γυναίκα το ερώτημα 'Σας αρέσει ο Φύρερ;'. Είναι πρώιμη μικρού μήκους ταινία που γυρίστηκε το 1966 στη Γερμανία. Οι πρωταγωνιστές, Franz, Theo και Marite εργάζονται στο Μόναχο ως μια ομάδα νεαρών μικροπωλητών για συνδρομές περιοδικών, αλλά τακτικά τους διώχνουν απ' τις εισόδους των σπιτιών μάλλον εχθρικά. Μία ημέρα σχεδιάζουν να εισβάλλουν, λόγω χρόνιας έλλειψης χρημάτων και πλήρους απογοήτευσης, στο σπίτι μίας γυναίκας, πέρνοντας τα χρήματα της. Μετά από μία μικρή γιορτή στο διαμέρισμα του θύματος σκεφτονται τι να κάνουν με τα χρήματα που λεηλατήθηκαν, ο 20χρονος Franz, κοιτάζοντας στην κατεύθυνση της κάμερας λέει: 'Πηγαίνω στον κινηματογράφο!'. Αυτό θα ηχήσει την έναρξη ενός τραγουδιού από τους Troggs, μ' έναν στεναγμό: 'Ω Οχι!'. Πρόκειται για το 'I Can't Control Myself' των Troggs...
Αυτός είναι ο σύγχρονος κινηματογράφος της αριστερής θολοκουλτούρας. Τι Ζερβός, τι Φασμπίντερ. Ξοφλημένοι αριστεροί ανώμαλοι που πουλάνε ιδεολογία και κουλτούρα στους αφελείς. Κάτι ήξεραν οι 'Αντίδραση' που έλεγαν 'Αυτή είναι η Ελλάδα, η χώρα της πουστιάς'. Ο αριστερός εκφράζει παντού την ψυχική ανωμαλία του...
Η ταινία βρίσκεται εδώ: http://vk.com/video-38270934_