ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ ΝΑ ΖΟΥΝ ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΑΝ ΚΑΤΑΒΑΤΕΣ, ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΒΑΤΕΣ. Αγαπώ τους μεγάλους καταφρονητές, επειδή είναι οι μεγάλοι λάτρες, και βέλη που λαχταρούν την άλλη ακτή. Αγαπώ εκείνους που δεν ψάχνουν πρώτα ένα λόγο πέρα από τ’ αστέρια για να κατεβούνε και να θυσιαστούνε, αλλά θυσιάζουν τον εαυτό τους στη γη, ώστε η γη του Υπεράνθρωπου στη συνέχεια να έρθει’. (Φρ.Νίτσε)
Στην τακτική εικοτολογία που χαρακτηρίζει τον βαθιά απολίτικο λόγο της άκρας αριστεράς, εξωκοινοβουλευτικής και μη, στην εμμονή της περί ενός επικείμενου εμφυλίου πολέμου που εξαπολύεται κλιμακωτά από την ακροδεξιά, άκρως ντεφετιστικά οι θιασώτες της επιχειρούν να στρέψουν προς αλλότρια κατεύθυνση το κύμα της δίκαιης λαϊκής οργής που δημιούργησε η εσωτερική κρίση του κεφαλαίου, πολλάκις έχουμε αναφερθεί. Στην ψυχολογία της άκρας αριστεράς οι εχθροί προσωποποιούνται, ανάγονται, σε πείσμα οιασδήποτε λογικής, σε ‘φυσικά’ σύμβολα του εχθρού. Η αντίληψη αυτή εκπηγάζει από την αστική ηθική, συνεπώς απολαμβάνει αστικής ασυλίας, εφόσον δεν την αρνείται προταγματικά ή θεσμικά, τουναντίον την ριζώνει βαθύτερα στην αγελαία συνείδηση των φύσει αντιδραστικών, χειραγωγώντας τους και καναλιζάροντας την αντίδραση σε θάλασσες με θολά ύδατα. Είναι παραπάνω από δεδομένο πως ο φανατισμός αποτελεί τον κινητήριο μοχλό των πολιτικώς στρατευμένων υποκειμένων, ωθώντας πολλές φορές σε επαναστατικές ‘υπερβολές’. Στα αργοπορημένα αντανακλαστικά της εύπλαστης μάζας οτιδήποτε υπερβαίνει εννοιολογικά και πρακτικά τον μηρυκαστικό πολιτικό πεοθηλασμό στον οποίο οι μάζες έχουν συνηθίσει την άρχουσα τάξη χρεώνεται άκρως ζηλωτικά ως ξένο προς τα ‘χρηστά ήθη’ της αστικής κοινωνίας.
Στον αλλοτριωτικό κόσμο του θεάματος, τα όρια μεταξύ εσωτερικευμένης παθητικότητας και γενικευμένης απάθειας κρίνονται ως δυσδιάκριτα, η συνενοχή στο έγκλημα έχει καταστεί απαράβατος κοινωνικός κανών. Οιοσδήποτε εκφράζει γνήσιες επαναστατικές θέσεις, μοιραία οδηγείται στο απόσπασμα. Είτε πρόκειται για αντιεξουσιαστή, είτε για ριζοσπάστη εθνικιστή. Το πάγιο επιχείρημα των απαλλοτριωτών της επαναστατικής σκέψης και δράσης είναι πως τα μέσα αντιβαίνουν τους ‘αμόλυντους’ σκοπούς που επικαλούνται οι εκάστοτε ‘ακραίοι’. Σε ορισμένες περιπτώσεις προτάσσεται το αντίστροφο.
Διαχωρίζουμε οριστικά τους επαναστάτες, ανεξαρτήτως ιδεολογικής στράτευσης απ’ τα ανθρωπόμορφα ανδρείκελα των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Δυστυχώς, ανθρωποσκούληκα τέτοιας κοπής πλήττουν τόσο τον εθνικιστικό χώρο όσο τον αντιεξουσιαστικό. Ανεξαρτήτως ημετέρας τοποθέτησης, οι οργανώσεις της λεγόμενης ‘νέας αναρχίας’ (κυρίως ΣΠΦ-FAI/IRF) επιχειρούν να στρέψουν τους νεοσύλλεκτους ενάντια στην χίπικη αντίληψη που εδώ και δεκαετίες επικρατεί στην άτυπη δομή της λεγόμενης ‘αντιεξουσίας’ και δη όσον αφορά το ναρκοφυτώριό της που εδρεύει στα Εξάρχεια. Η κριτική που ασκείται μέσα από τα κείμενα της ΣΠΦ-FAI/IRF στους αναρχοκομμουνιστές χίπηδες που εξολοθρεύουν τους ταξικούς εχθρούς τους μέσω mIRC και twitter, δεν απέχει παρά ελάχιστα από την κριτική μας στους ακροδεξιούς και μη θύλακες θολοκουλτούρας και άρνησης δραστικής πολεμικής και ολικής ρήξης με το τυραννικό καθεστώς.
Ο Ριζοσπάστης Εθνικιστής βρίσκεται σε αμείλικτο πόλεμο με το καθεστώς, αρνείται την Δημοκρατία στην ολότητά της. Ο Ριζοσπάστης Εθνικιστής βρίσκεται σε αμείλικτο πόλεμο με όποιον υποστηρίζει την μια ή την άλλη μορφή έκφρασης του δημοκρατικού καθεστώτος. Αρνείται αυτό που αρνείται ταυτοτικά τον ίδιον. Την καλή και κακή Δημοκρατία, με ή χωρίς εισαγωγικά. Για τον Ριζοσπάστη Εθνικιστή δεν υπάρχει Δημοκρατία που να βρίσκεται σε κρίση. Η Δημοκρατία είναι το πραγματικό αδιέξοδο στην ζωή του Έθνους και της Πατρίδος.
‘ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΖΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΘΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΑΝΑΖΗΤΕΙ ΝΑ ΜΑΘΑΙΝΕΙ, ώστε ο Υπεράνθρωπος στη συνέχεια να ζήσει. Έτσι αναζητεί τη δική του κατάβαση. Αγαπώ αυτόν που μοχθεί και εφευρίσκει, ώστε να χτίσει το σπίτι για τον Υπεράνθρωπο, και να προετοιμάσει γι’ αυτόν γη, ζώα, και φυτά: γιατί έτσι αναζητεί τη δική του κατάβαση. Αγαπώ αυτόν που αγαπάει την αρετή του: γιατί η αρετή είναι η βούληση προς κατάβαση, και ένα βέλος λαχτάρας’. (Φρ. Νίτσε)
Η πολιτική κριτική που ασκήθηκε από την οργάνωσή μας στην 2η προκήρυξη της πρωτοεμφανιζόμενης συμμορίας στο εγχώριο αντάρτικο πόλης, στις σελίδες της οποίας θίχτηκαν πλείστα ζητήματα από τον/τους συντάκτες της, αποτέλεσε έκπληξη που εξέθεσε τους περιορισμένης οπτικής ακροδεξιούς, τους φετιχιστές ‘ναζήδες’, τα μαυροκόκκινα δεκανίκια του συστήματος.
Ο Ριζοσπαστικός Εθνικισμός προτάσσει μια νέα πολιτική αντίληψη. Δεν συνθέτει το παλιό που συγκρούστηκε με το νέο. Προτάσσει κάτι ολότελα διαφορετικό. Αρνείται ολιστικά το παλιό και το νέο που το ένα αντικαθιστά το άλλο συν τω χρόνω.
Η κριτική στην οποία μας έχει συνηθίσει ο ακροδεξιός χώρος και οι γιαλαντζί θεατρίνοι του, είναι του αστικού συρμού ‘δεν συνδιαλεγόμεθα με προδότες αλήτες κομμουνιστοσυμμορίτες, ούτε πολιτικά, αλλά ούτε και στρατιωτικά αντιπαρατιθέμενοι, αλλά ούτε και με κάποιον άλλον τρόπο’. Η προκήρυξη των ‘Μ.Λ.Ε.Δ’ ή όπως αλλιώς επιλέγουν να υπογράψουν την αθλιότητά τους χαρακτηρίζεται από μια εξορθολογισμένη αμετροέπεια. Προσπαθούν να επικαλύψουν με πολιτική ιδεολογία αυτό που δεν έχει την ανάγκη οιασδήποτε επικάλυψης. Λίγο επαναστατικό σιρόπι δεν θα κάνει πιο γλυκό τον φόνο δύο νέων ανθρώπων. Θα αποδιαρθρώσουμε την ρητορική της πνευματικής σύφιλης που μαστίζει από καταβολών την αριστερά. Η ιδεοληψία είναι η Ωχρά Σπειροχαίτη που την προσβάλλει.
‘ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΡΑΤΑΕΙ ΜΕΡΙΔΙΟ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ, αλλά θέλει να είναι πλήρως το πνεύμα της αρετής του: έτσι περπατάει σαν πνεύμα πάνω απ’ τη γέφυρα. Αγαπώ αυτόν που κάνει την αρετή του κλίση και πεπρωμένο του: έτσι, για χάρη της αρετής του, είναι διατεθειμένος να συνεχίσει να ζει, διαφορετικά να μη ζήσει άλλο. Αγαπώ αυτόν που δεν επιθυμεί πολλές αρετές. Μια αρετή είναι περισσότερο αρετή από δύο, επειδή είναι περισσότερο κόμβος για να πιαστεί το πεπρωμένο κάποιου’. (Φρ. Νίτσε)
Ουδείς αρνείται πως στον ελλαδικό χώρο η προερχόμενη από την αριστερά πολιτική βία είναι δισυπόστατη. Χωρίζεται σε δύο βασικές κατηγορίες. Στην ιακωβίνικη βία που είναι μια βία βαθιά ολοκληρωτική, μια βία αυταρχική, μια βία εξουσιαστική, επικρατεί η διαρκής τροφοδοσία της ίδιας της κοινωνίας με τα ίδια τα αίτια της αλλοτρίωσής της, αίτια με τα οποία προσχηματικά βρίσκεται σε σύγκρουση. Σε αυτού του τύπου την βια εντάσσονται τα φαινόμενα ατομικής τρομοκρατίας, είτε πρόκειται για μεμονωμένα άτομα που δρουν ως μοναχικοί λύκοι είτε πρόκειται για οργανωμένες μειοψηφικές ή μη ομάδες που μάχονται ως κλειστού τύπου-τρομοκρατικές-οργανώσεις για λογαριασμό του συνόλου της κοινωνίας ή του προλεταριάτου, αψηφώντας σε κάθε περίπτωση την κοινή γνώμη. Στην αναρχοαυτόνομη βία που κυριάρχησε επί δεκαετίες στην πατρίδα μας (χαρακτηριστικά παραδείγματα τα καθιερωμένα επεισόδια ανήμερα της επετείου της ‘εξέγερσης’ του Πολυτεχνείου και οι σχολικές καταλήψεις με φιαδρά αιτήματα), με τους λεγόμενους και αναρχομπαχαλάκηδες, ο αυθορμητισμός είναι αυτός που καθοδηγεί την δράση και την αντίδραση. Αν και οι ως άνω εκφράσεις της πολιτικής βίας διαφέρουν στα βασικά, αμφότερες συγκλίνουν στο αυταρχικό πνεύμα, στα μεσσιανικά ιδανικά που υπερασπίζονται. Παντού αντιπαραθέτουν το ‘μέλλον’. Κάθε έκφραση βίας είχε ως σημείο αναφοράς το μέλλον. Από την πάνκ υποκουλτούρα έως τον ιταλικό φουτουρισμό.
Όσον αφορά τώρα τις σάπιες αδερφοφάδες που ονομάζονται ‘Μ.Λ.Ε.Δ’, θεωρούμε πως από πολιτικής απόψεως έχουν τοποθετήσει τον εαυτό τους, αυτοβούλως, στο πλέον σφαλιστό χρονοντούλαπο της ιστορίας. Είναι μπαγιάτικοι ‘επαναστάτες’. Δεν βγήκαν από κάποιο μηδενιστικό όραμα του μέλλοντος. Αντίθετα, ξωκείλαν στην ‘παραλία του tun nichts’, όπου η ‘Σέχτα Επαναστατών’ παραθερίζει χειμώνες και καλοκαίρια. Νεκραναστήθηκαν όπως ο Eddie των Maiden στο ‘No prayer for the dying’.
Οι ‘Μ.Λ.Ε.Δ’ θεωρητικοποιούν την αυτοματοποίηση της πολιτικής βίας. Η προκήρυξη, δηλαδή η ανώνυμη παραδοχή μιας πολιτικής δολοφονίας, είναι το καθαρτήριον πυρ. Στην αστική καταβολή τους αποδίδουμε, άλλωστε, την απεγνωσμένη προσπάθειά τους να καταφερθούν μαζικά στον αντιεξουσιαστικό συρφετό, ο οποίος αίφνης αποτελείται από ‘καραγκιόζηδες’. Δηλαδή, λίγο παλαιότερα, τα μέλη των ‘Μ.Λ.Ε.Δ’ πίστευαν πως ο χώρος που πρόσμεναν να τους χειροκροτήσει για την ανθρωπιστική συμβολή τους στον αντιφασιστικό αγώνα δεν αποτελείται από ‘καραγκιόζηδες’; Ρητορικά ερωτήματα που φυσικά δεν πρόκειται να βρουν απάντηση.
Η βία των ‘Μ.Λ.Ε.Δ’, οι οποίοι κάνουν απεγνωσμένες προσπάθειες, ώστε να αναρριχηθούν στην ιεραρχία του εγχώριου αντάρτικου πόλης, παρουσιάζει σημάδια σταλινογενούς-τριτοδιεθνιστικής προέλευσης. Από την μια επικροτείται το μακιαβελικό δόγμα ‘ο σκοπός αγιάζει τα μέσα’ και από την άλλη γίνεται επίκληση μιας ηθικοπολιτικής, σχεδόν θεϊκής, επιταγής που υπαγορεύει πως η βία κάθε είδους αποτελεί μια κοινωνική αναγκαιότητα προς το πέρασμα στην κοινωνία όπου υποθετικά θα έχει εξαλειφθεί η βία. Έως τότε, φυσικά μπορούμε να έχουμε δολοφονίες ‘αθώων και ενόχων’, είτε αυτό εκφράζεται ως βία ή ως αντιβία. Εντελώς αντιφατικοί οι ‘Μ.Λ.Ε.Δ’, όπως άλλωστε όλοι οι βγαλμένοι από το χυτήριο του σιδηρούν παραπετάσματος κομμουνιστές, καθότι ο ίδιος ο Μαρξ έχει αποκαλέσει την βία ως την ‘μαμή της ιστορίας, αλλιως ως την ‘μαία των κοινωνικών συστημάτων’.
Κάπου εδώ υπεισέρχεται ο πολιτικός βολονταρισμός που κυριαρχεί στο ιακωβίνικο πρότυπο, που παρουσιάζει τρομακτική συνάφεια με το αντίστοιχο λενινιστικό. Ο βολονταρισμός χαρακτηρίζεται από την στρατιωτική πειθαρχία που απηχεί σε ολοκληρωτικές μορφές αγώνα, στην μιλιταριστική-μαφιόζικη αντίληψη, στην ανάληψη της πρωτοπορείας του ένοπλου κόμματος με τρόπο αναθετικό και ανασχετικό προς και για τις μάζες. Όμως, η καταγωγή της πρωτοπορείας ανάγεται στο σταλινικό πρότυπο. Στο όνομα της επικράτησης του λενινισμού ο σταλινισμός δικαιολογούσε τη χρήση κάθε μέσου, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός. Ο κυνισμός απαιτεί την απόλυτη πίστη των πιστών του, ισοδυναμώντας με θρησκευτική προσήλωση. Ο βολονταρισμός και η ηθικοπολιτική δικαίωση που αναφέραμε προηγουμένως, αντιστοιχούν σε προτυπικές εκφράσεις της αστικής κοινωνιολογίας, απόλυτα συνώνυμες της καταπίεσης και της έλλειψης ελευθερίας.
Ο δυϊσμός που κυριαρχεί ανάμεσα στα μέσα και τους σκοπούς αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο του παραλογισμού που αποδίδουμε στην οργάνωση-σφραγίδα ‘Μ.Λ.Ε.Δ’.
Όταν αναδύεται η αναρχοαυτόνομη πολιτική βία επικρατεί η ευκαιριακή-άγουρη αντίθεση στον μαρξισμό. Τον καταλυτικό ρόλο διαδραματίζει η επιλαχούσα περιθωριακή μορφολογία, συνώνυμη της μη οργανωμένης δράσης των μαζών. Στην περίπτωση αυτή η υιοθέτηση μιας θέσης υπέρ της αλόγιστης βίας, ισδουναμεί με επαναστατική αξία που υποσκελίζει τους ταξικούς αγώνες.
Στην περίπτωση των ‘Μ.Λ.Ε.Δ’, υπάρχει μια σκοπούμενη σύγχυση από μέρους τους, εξ ου οι αναφορές στην 1η προκήρυξή τους στους αντάρτικους λεονταρισμούς του Ντουρρούτι, μεταξύ ιακωβίνικων και αναρχοαυτόνομων επιρροών. Ο κοινός παρονομαστής είναι η άλογη βία με σάλτσα ιδεολογικοποίησης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αφενός πλανώνται οι ίδιοι με την σκοπούμενη μετατροπή των μαζικών λαϊκών αγώνων σε μια ένοπλη-εμφύλια-σύγκρουση, τουτέστιν ντεφετισμός-εμφύλιος πόλεμος, αφετέρου αδυνατούν να ξεχωρίσουν την επιθυμία από την πραγματικότητα, λόγω του διυποκειμενικού χαρακτήρα της βίας, εξιδανικεύοντας, αντικαθιστώντας την δύναμη του πολιτικού λόγου ή του παραδοσιακού πολιτικού αγώνος, με την φυσική άσκηση βίας ή αντιβίας που συνεπάγεται επιστροφή στον πολιτικό πρωτογονισμό των ‘χρόνων του μολυβιού’. Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις πως εδώ και αρκετό καιρό, η άκρα αριστερά έχει ξεθάψει το τσεκούρι της, εμφυσώντας ιδεολογικοπληξία στους φορείς της.
‘ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΟΝ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ Η ΨΥΧΗ ΕΙΝΑΙ ΠΛΟΥΣΙΟΠΑΡΟΧΗ, που δε θέλει ευχαριστώ και δεν τα επιστρέφει: αφού πάντα παρέχει και δεν επιθυμεί να κρατήσει για τον εαυτό του. Αγαπώ αυτόν που ντρέπεται όταν τα ζάρια πέφτουν ευνοϊκά γι’ αυτόν, και που στη συνέχεια ρωτάει: «Είμαι ανέντιμος παίχτης;» -επειδή είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει’.(Φρ. Νίτσε)
Η μεγαλύτερη πλάνη των ακροαριστερών, είτε αυτοί ονομάζονται ‘Μ.Λ.Ε.Δ’ είτε, είτε, είτε, αφορά μια απλουστευτική θεώρηση του πολιτικού συστήματος, η οποία καταλήγει να θεωρεί την κυριαρχία ως ένα ‘φυσικό’ γεγονός που απορρέει από την θέση που έχουν την δεδομένη χρονική στιγμή συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα. Το διανοητικό κομμάτι απουσιάζει ολότελα στην κριτική τους, όπως το ίδιο ακριβώς συνέβη στις ιδιαίτερα αμφιλεγόμενες προκηρύξεις που εστάλησαν στην περίπτωση των δολοφονιών της οργάνωσης ‘Σέχτα Επαναστατών’. Η ταυτοσημία όσον αφορά το έλλειμμα ιδεολογίας που διακρίνεται στον λόγο αμφοτέρων είναι χαρακτηριστικό δείγμα γραφής ΚΑΙ υπογραφής.
Πλήρης και βροντερή η απουσία δομημένου πολιτικού λόγου. Το κυρίαρχο στοιχείο που μας οδηγεί σε συγκεκριμένη κατεύθυνση είναι πως ο συνδυασμός ιακωβίνικης βίας και αναρχοαυτόνομου αυθορμητισμού, παράγει την πρόκληση θεαματικών εντυπώσεων. Υπάρχει η ανάγκη της δημοσιοποίησης του αίσχους. Πρόκειται για την απόλυτη κατάφαση στην διαστροφή της κοινωνίας του θεάματος στην οποία προσχηματικά εναντιώνονται. Εξ ου και η απόγνωση της ‘Μ.Λ.Ε.Δ’ να δημοσιοποιήσει τις απόψεις της. Ως εκ τούτου και η επιλογή του παραλήπτη της προκήρυξης, το Zougla.gr, αλλά και ο τρόπος αποστολής της. Είναι προφανές πως σε καμία άλλη περίπτωση θα ησχολείτο κανείς μαζί τους. Το πολιτικό και κοινωνικό έρεισμά τους είναι μηδαμινό, η απήχηση που έχουν οι πολιτικοί προστάτες τους είναι ισχνή έως ανύπαρκτη, συνεπώς όσο πιο αποτρόπαιο έμελλε να’ναι αυτό καθαυτό το δολοφονικό χτύπημα, στον ίδιο βαθμό πιθανολογούσαν πως θα εισακουστούν οι απόψεις τους. Εξάλλου, στην ίδια κοινωνία του θεάματος ζούμε…
Πλήρης και βροντερή η απουσία δομημένου πολιτικού λόγου. Το κυρίαρχο στοιχείο που μας οδηγεί σε συγκεκριμένη κατεύθυνση είναι πως ο συνδυασμός ιακωβίνικης βίας και αναρχοαυτόνομου αυθορμητισμού, παράγει την πρόκληση θεαματικών εντυπώσεων. Υπάρχει η ανάγκη της δημοσιοποίησης του αίσχους. Πρόκειται για την απόλυτη κατάφαση στην διαστροφή της κοινωνίας του θεάματος στην οποία προσχηματικά εναντιώνονται. Εξ ου και η απόγνωση της ‘Μ.Λ.Ε.Δ’ να δημοσιοποιήσει τις απόψεις της. Ως εκ τούτου και η επιλογή του παραλήπτη της προκήρυξης, το Zougla.gr, αλλά και ο τρόπος αποστολής της. Είναι προφανές πως σε καμία άλλη περίπτωση θα ησχολείτο κανείς μαζί τους. Το πολιτικό και κοινωνικό έρεισμά τους είναι μηδαμινό, η απήχηση που έχουν οι πολιτικοί προστάτες τους είναι ισχνή έως ανύπαρκτη, συνεπώς όσο πιο αποτρόπαιο έμελλε να’ναι αυτό καθαυτό το δολοφονικό χτύπημα, στον ίδιο βαθμό πιθανολογούσαν πως θα εισακουστούν οι απόψεις τους. Εξάλλου, στην ίδια κοινωνία του θεάματος ζούμε…
‘ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΣΚΟΡΠΑΕΙ ΛΟΓΙΑ ΧΡΥΣΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΓΑ, και πάντα κάνει περισσότερα απ’ ό,τι υποσχέθηκε: γιατί αναζητάει τη δική του κατάβαση. Αγαπώ αυτόν που δικαιολογεί τους μελλοντικούς και συγχωρεί τους παρελθόντες: γιατί είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει στους τωρινούς. Αγαπώ αυτόν που δαμάζει τον Θεό του, επειδή αγαπάει τον Θεό του: γιατί πρέπει να υποχωρήσει δια της οργής του Θεού του.
ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΟΝ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ Η ΨΥΧΗ ΕΙΝΑΙ ΒΑΘΙΑ, ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΛΗΓΩΜΑ, και μπορεί να υποχωρήσει σε κάτι μικρό: έτσι περνάει εθελουσίως πάνω από τη γέφυρα. Αγαπώ αυτόν που οποίου η ψυχή είναι τόσο υπερπλήρης, που ξεχνάει τον εαυτό του, και όλα τα πράγματα είναι μέσα του: έτσι όλα τα πράγματα γίνονται η κάθοδός του.
ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΑΡΔΙΑ: έτσι το κεφάλι του είναι μόνο τα σπλάχνα της καρδιάς του, η καρδιά του, όμως, προκαλεί την κατάβασή του. Αγαπώ όλους όσοι είναι σαν βαριές σταγόνες που πέφτουν μια-μια απ’ το μαύρο σύννεφο που χαμήλωσε πάνω απ’ τον άνθρωπο: προμηνύουν τον ερχομό της αστραπής, και υποχωρούν σαν προάγγελοι’. (Φρ.Νίτσε)