Επί καθημερινής βάσεως, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο μας, χρησιμοποιούμε, επικαλούμαστε, πολύ περισσότερο ορίζουμε τα πράγματα που μας αφορούν, άλλοτε με μικρή και άλλοτε με μεγάλη συχνότητα, μέσω επιφωνημάτων, λέξεων, γλωσσικών επιτηδεύσεων και στερεότυπων εκφράσεων. Δεν πρόκειται για τίποτα διαφορετικό από όλα όσα επαναλαμβάνουμε ως ‘κλειδιά’ στην επικοινωνία μας, προκειμένου να συνεννοηθούμε με τους οικείους μας, είτε για να ανοίξουμε δρόμους αμοιβαίας κατανόησης, είτε για να γεφυρώσουμε το χάσμα στις διαπροσωπικές επαφές μας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται το λεγόμενο ‘σπάσιμο του πάγου’. Έτσι πραγματώνεται η ορισθείσα απ’ τον Habermas ‘επικοινωνιακή πράξη’.
Στην προσέγγιση αυτή λαμβάνουμε ως κυρίαρχα δεδομένα μας τα εξής:
Α) Την εξοικείωση με ποικίλα φαινόμενα που άπτονται του κοινωνικού κανόνος, τα οποία σε οιαδήποτε άλλη περίπτωση όχι μόνο θα τάρασσαν την ιδιοσυστασία ενός οιουδήποτε υγιούς οργανισμού, αλλά θα τον οδηγούσαν στην δυσλειτουργία του.
Β) Τον αμβλυμμένο μιμητισμό που σαρώνει ως άλλη πανδημία τις δυτικές κυρίως κοινωνίες, δεδομένου ότι σ’ αυτές κυριαρχεί περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο η αναπαραγωγική συμπεριφορά η οποία οφείλεται αποκλειστικά στην θεαματική αναπαράσταση ακόμα και των πλέον βασικών λειτουργιών της ζωής. Το νόημα εκπορεύεται από την εικόνα. Αν δεν υπάρχει εικόνα, το νόημα παραπαίει στα ‘αζήτητα’ και νοείται ως μη υπάρχον. Ως εκ τούτου, οτιδήποτε δεν ταυτίζεται με εικόνα δεν μπορεί να γίνει κατανοητό από τους ανθρώπους των δυτικών κοινωνιών που αντιλαμβάνονται πειθήνια το περιβάλλον στο οποίο διαβιούν, αποκλειστικά ως πράξεις συνδεδεμένες με αντίστοιχες εικόνες.
Γ) Την άρση οιασδήποτε παγιωμένης βεβαιότητας γύρω από το τι εκλαμβάνουμε ως σωστό και λάθος, τι ως καλό και κακό, με βάση το κοινώς αποδεκτό φουκουγιαμικό τέλος των ιστορικών ιδεολογιών, το οποίο αν μη τι άλλο εγκαινιάζει περίλαμπρα την ανάδυση της ιστορικής εποχής του μεταμοντέρνου.
Ο παρεμβατισμός στην πολιτική πραγματικότητα τον οποίο θεωρούσαμε ως πυξίδα πλοήγησής μας στον ωκεανό της μοντέρνας εποχής, μετεωριζόμενος από την πάλαι ποτέ θετικιστική ουδετερότητά του (την οποία παραδέχονται άπαντες οι σύγχρονοι διανοητές στην εννοιολογική κριτική τους) σε μια εκνευριστική ουδετερότητα δίχως πρόσημο, την γνωστή σε όλους απάθεια ή παθητικότητα που αυξάνει αλματωδώς, επιδεινώνει το αληθές της ακόλουθης προτάσεως.
Την προφανή αποξένωση του πλήθους που χειραγωγείται υποδόρια από μια νέα αντιληπτική σφαίρα όσον αφορά το παραδοσιακό πολιτικό πράττειν, διά μιας πολιτικής απραξίας βάσει του ορατώς αντιληπτού.
Η παθητικότητα (αγγλ. Passivity) αναφέρεται στην απουσία ή την μη παρατήρηση οιασδήποτε ορατής δράσεως ή ανακλαστικής αντιδράσεως από μέρους του υποκειμένου, η οποία σχετίζεται με συγκεκριμένα γεγονότα ή πρόσωπα, χωρίς να προϋποτίθεται γι’ αυτό η απάθεια, ως εσωτερική στάση-σχέση του υποκειμένου με την αυτή καθαυτή υποκειμενική ή διυποκειμενική αντίληψη της κοινώς παραδεκτής πραγματικότητας. Η εν λόγω προσέγγιση εξηγεί την αιτία της παθητικής στάσεως της ελληνικής κοινωνίας στα αλλεπάλληλα χτυπήματα που δέχεται κατά τα χρόνια της περίφημης ‘οικονομικής κρίσεως'.
Το φαινόμενο μιας κοινωνίας που έχει αποδεχτεί αδιαμαρτύρητα, ιδία συναινέσει μάλιστα τον ορισμό του ρόλου της ως θύματος, με άλλα λόγια την εθελούσια θυματοποίησή της, ισχυροποιεί τον ανωτέρω λογισμό. Μολονότι η κοινωνία δεν ορίζεται ως απαθής επί του συνόλου, διότι διαισθάνεται από ένστικτο επιβιώσεως πως πρέπει να αντιδράσει, παρά ταύτα της λείπει η βαθιά αντιληπτική επιθυμία, το βαθύτερο αισθητήριο προκειμένου να το πράξει, δικαιώνοντας την ρήση του Ιταλού δικτάτορος Μουσολίνι: ‘Δεν είναι τα προγράμματα που λείπουν, αλλά οι άνθρωποι με βούληση να τα εφαρμόσουν’. Η ελληνική κοινωνία νοσεί από τα γεννοφάσκια της.
Η παθητικότητα αναφέρεται στην εσωτερίκευση μιας ανακλαστικής άρνησης, δίκην μιας αποδιωγμένης φυσικής αντιδράσεως απέναντι σε γεγονότα, τα οποία υπό διαφορετικές συνθήκες προκαλούν μικρό ή μεγάλο σοκ στο υποκείμενο. Η απάθεια ορίζεται ως συμπεριφορά που επηρεάζεται ελάχιστα από τα ορατά τεκταινόμενα, δηλαδή μένει ανεπηρέαστη σε συναισθηματικό επίπεδο από τις δονήσεις του περιβάλλοντος. Η παθητικότητα ορίζεται ως μη δράση, ακόμα κι αν το υποκείμενο δεν διέπεται από απάθεια, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό. Ακόμα κι όταν επηρεάζεται σε συναισθηματικό επίπεδο, χωρίς ωστόσο να παρεμβαίνει στο επίπεδο της ορατής δράσης. Ο απαθής παρατηρητής είναι φύσει καταδικασμένος να παραμείνει το ίδιο παθητικός σε επίπεδο ανάληψης οιασδήποτε παρεμβατικής δράσεως.
Η παρέμβαση είναι έννοια ταυτόσημη της συνειδητής στοχεύσεως απ’ τους παρεμβαίνοντες προς μια ριζοσπαστική αλλαγή σε ένα κλειστό ή ανοικτό όπως εν προκειμένω είναι το ημέτερο σύστημα. Είναι βέβαιον πως στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, όπου ως επί τω πλείστον κυριαρχεί το πρότυπο του ετεροκαθορισμού και του ασύδοτου πλαστικού καταλώνειν, οι διαφορές φαινομενικώς κινδυνεύουν από την επιφανειακή και βίαια εξισωτική αποτίμησή τους, όπως κινδυνεύουν να ισοπεδωθούν ως ακέραιες σημασίες, η καινοτομία εδράζεται στην άρση των δύο κυρίαρχων ρευμάτων, στην ενίσχυση ποιοτήτων αυτοκαθορισμού και προσωπικής-συλλογικής δράσεως.
Συνεπώς, αυτός αναδύεται ως στόχος διαδικασιών της κοινωνικής παρεμβάσεως. Ο καθορισμός, πρωτίστως, των επιμέρους στόχων και αφετέρου η ανάληψη δράσεως από τα ίδια τα ενδιαφερόμενα υποκείμενα, είτε αυτά είναι συναγωνιστές σε μια συνάθροιση, είτε συμπράττοντες σε συλλογικές διαδικασίες. Επουσιώδες είναι το τι θα αποφασίσουν (υπό την προϋπόθεση της συναινέσεως σε ένα βασικό ιδεολογικό πλαίσιο), αλλά το να το αποφασίσουν οι ίδιες μέσα από διαδικασίες αναστοχασμού και αλληλοκατανόησης, αν και εφόσον εμπιστευόμαστε την σοφία των επιλογών και των αυτοποιητικών διαδικασιών των συστημάτων. Αυτός είναι επί της ουσίας ο επιθυμητός στόχος. Η δίχως άλλο ενίσχυση της αναστοχαστικής ικανότητας των ίδιων των υποκειμένων και των διαπροσωπικών και κοινωνικών συστημάτων.
Η αποδοχή και κατανόηση του προβλήματος, η ανάλυση της προβληματικής, η αυτεξούσια ανάθεση της επιλύσεως του στα ίδια τα υποκείμενα, η παρεμβατική δραστηριότητά τους και η καθοριστικής σημασίας μη ανάθεσή τους σε ενδιάμεσα αφηρημένα πρόσωπα και φορείς αποτελούν ορισμένες επαναστατικές ατραπούς για την πραγμάτωση αυτού που καλέσαμε στην αρχή ‘επικοινωνιακή πράξη’.
Η επικοινωνιακή πράξη θα καταστεί πραγματικότητα όταν θα είναι επαναστατική. Σε οιαδήποτε άλλη περίπτωση θα εκπνέει ως νόσημα ενός κόσμου ουτοπικής επικοινωνίας του συρμού των ‘μέσων κοινωνικής δικτυώσεως’.
Όταν τα υποκείμενα αρνηθούν τους πάσης φύσεως μεσάζοντες, μεσσίες, φωστήρες, στο ρόλο του σωτήρα τους, τότε μονάχα θα επικοινωνήσουν πραγματικά μεταξύ τους. Η επικοινωνιακή πράξη είναι το βραχυκύκλωμα που θα απελευθερώσει την ενέργεια των υποκειμένων και τότε θα απελευθερωθούν, ώστε να επαναστατήσουν.
Τα μέσα κοινωνικής δικτυώσεως συνεπικουρούμενα από την τυραννία της αόρατης ηλεκτρονικής διακυβερνήσεως λειτουργούν ως αόρατα δεσμά για τους σκλάβους-εθελούσιους αποδέκτες τους. Εν κρυπτώ παραμένουν οι ουσιαστικές ανακαλύψεις της επιστήμης, οι οποίες θα μπορούσαν να είναι ωφέλιμες για την ανθρωπότητα. Ανθρώπινα έργα είναι και τα μεν και τα δε, ουδείς το αρνείται. Όταν όμως μετερχόμαστε τα όπλα του εχθρού για ημέτερους σκοπούς, ονομάζοντάς τα δικά μας, δεν δικαιούμαστε διαμαρτυρίας. Ο εχθρός δεν είναι τόσο γενναιόδωρος, ώστε να μας δώσει αυτοβούλως το κλειδί που ανοίγει την πόρτα της ελευθερίας. Τα μέσα κοινωνικής δικτυώσεως, αντικατέστησαν την ανθρώπινη πρωτοβουλία. Αυτόν τον δόλιο σκοπό επιτέλεσαν. Αναμφίβολα οδήγησαν και συνηγόρησαν στην ατομική και συλλογική απάθεια της κοινωνίας η οποία τύποις ‘χειμάζεται’, καθώς η απάθεια δεν είναι τίποτα άλλο από προϊόν της εσωτερικευμένης παθητικότητας των υπηκόων. Η τεχνολογική εξέλιξη κατέστη τελικώς η σκλαβιά του ανθρώπου.
Οι εξουσιαστές μπορούν να φυλακίζουν το φθαρτό σώμα, ακόμα και τον νου. Δεν θα καταφέρουν ποτέ όμως να φυλακίσουν την ψυχή. Οι επαναστάσεις γίνονται πράξη από φύσει ελεύθερους ανθρώπους και ποτέ από σκλάβους. Οι σκλάβοι είναι φύσει καταδικασμένοι να είναι σκλάβοι. Διαλέξτε την πλευρά σας και παλέψτε μέχρι θανάτου για πατρίδα και ελευθερία. Για την ψυχή μας!
ΧΑΡΙΣΜΑ ΣΑΣ Η ΜΕΛΩΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ!