Ποίος στο σύντροφον απλώνει χέρι, ωσάν να βοηθηθεί· ποίος τη σάρκα του δαγκώνει όσο που να νεκρωθεί.

Τετάρτη 26 Απριλίου 2017

Η ΠΟΙΗΣΗ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ Ή ΟΥΤΟΠΙΑ






Ρούπερτ Μπρουκ / Ο Στρατιώτης
Τζωρτζ Όργουελ / Κάλεσμα στα όπλα
Μαρκ Τουαίην / Πολεμική Προσευχή
Ζίγκφροντ Σασούν / Επίθεση

Αύγουστος του 1914 στην Αγγλία επικρατούσε αυτό που θα ονομάζαμε σήμερα 'πατριωτικός πυρετός' στην ρομαντική εκδοχή του, τουλάχιστον όσο μπορούμε να το φανταστούμε βάσει όσων γνωρίζουμε. Ανεξαρτήτως που κατέτασσε τότε κανείς τον εαυτό του, σε ποιό κοινωνικό στρώμα ή τάξη (κάτι δυσδιάκριτο) το κοινό αίσθημα στην αγγλική κοινωνία ήταν ένας διάχυτος και ένθερμος πατριωτισμός. Ήταν 4η Αυγούστου του 1914 οπόταν ξέσπασε ο πόλεμος Αγγλίας-Γερμανίας, γεγονός που προέκυψε ως απάντηση της Αγγλίας στην γερμανική εισβολή στο Βέλγιο. Σε αυτό το κλίμα γεννήθηκαν τα πατριωτικά σονέτα του Ρούπερτ Μπρουκ (1887–1915). Ο Μπρουκ υπήρξε Άγγλος ποιητής με αρκετά ιδεαλιστικά σονέτα στο ενεργητικό του. Το ποίημα 'Ο Στρατιώτης' ανήκει στην σειρά ποιημάτων που περιλαμβάνονται στην συλλογή με την ονομασία '1914'. Συχνά το ποίημα αυτό αντιπαραβάλεται στο αντιπολεμικό ποίημα του Ουίλφρεντ Όουεν (1893–1918)  'Dulce Et Decorum Est'. Το χειρόγραφο του ποιήματος βρίσκεται σήμερα στο 'King College' του Κέμπριτζ. Ο τίτλος του ποιήματος του Όουεν προέρχεται από τις Ωδές του Οράτιου και μπορεί να αποδοθεί στην νεοελληνική 'Είναι ευγενικό και πρέπον να πεθαίνει κανείς για τη χώρα του'. Με τον στίχο αυτόν προτρέπονταν οι Ρωμαίοι πολίτες να αντισταθούν στους Πάρθους με γενναιότητα για να αποτρέψουν οποιαδήποτε πιθανότητα ήττας. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι επρόκειτο για μία πρώιμη ποιητική μορφή προπαγάνδας στο πεδίο, ας πούμε, των πολεμικών ψυχολογικών επιχειρήσεων. Η προτροπή αυτή αποτέλεσε μεταξύ άλλων σημαντική πηγή εμπνεύσεως για πολλούς μεταγενέστερους ποιητές και συγγραφείς, όπως ο Μπέρτολντ Μπρέχτ και ο Έζρα Πάουντ. Ισχυρή δόση αλήθειας έχει ότι οι ποιητές της συγκεκριμένης περιόδου διαφέρουν από ποιητές άλλων περιόδων για τον λόγο ότι τα ποιήματά τους αποτελούν προϊόντα βιωμάτων, δεδομένου ότι γράφονταν μέσα στα ορύγματα στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν μία θα λέγαμε ψευδαίσθηση, ας πούμε, του μέλλοντος. Ήταν περισσότερο η ενστικτώδης ή αγωνιώδης προσπάθειά τους να καταγράψουν αυτό που επιθυμούσαν ως μελλοντική προοπτική, εάν και εφόσον επιζούσαν του πολέμου και στο στοιχείο αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η αξία τους.

Ο Μπρουκ ανήκει στην γενιά ποιητών, όπως ο Ζίγκφριντ Σασούν και ο Γκιγιώμ Απολλιναίρ, οι οποίοι ξεμπρόστιασαν κατά κάποιο τρόπο το πολεμοκάπηλο που μεταμφιέστηκε σε πατριωτισμό και η γραφή τους αντικατοπτρίζει ό,τι θα ονομάζαμε 'ιδιότυπος ποιητικός μυστικισμός'. Ο Μπρουκ γεννήθηκε στο Ράγκμπι της Κεντρικής Αγγλίας και ήταν γόνος εύπορης καλλιεργημένης οικογένειας. Φοίτησε στο τοπικό σχολείο, όπου δίδασκε ο πατέρας του και διακρίθηκε για τις επιδόσεις του στα μαθήματα, όσο ως παίκτης του ράγκμπι και του ποδοσφαίρου. Το 1906 γράφτηκε στο πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ για να σπουδάσει φιλολογία και απέκτησε πολλούς και πιστούς φίλους ως μέλος της σοσιαλιστικής 'Φαβιανής Εταιρείας' ('Fabian Society'), αλλά και στην καλλιτεχνική 'Ομάδα του Μπλούσμπερι' ('Bloomsbury Group'), επιφανές μέλος της οποίας υπήρξε η μυθιστοριογράφος-δοκιμιογράφος Βιρτζίνια Γουλφ, παρότι ανήκε σε διαφορετική λογοτεχνική ομάδα, τους λεγόμενους 'Γεωργιανούς ποιητές'. Οι Γεωργιανοί ποιητές ήταν μία ομάδα ποιητών της μετα-βικτωριανής εποχής και η ονομασία προήλθε από την 'Γεωργιανή Ανθολογία' μεταξύ 1912-1922. Κυριότεροι εκπρόσωποι αυτής υπήρξαν οι Γουώλτερ Ντέλα Μάρε, Ρόμπερτ Γκραίηβς, Τζων Μάσφηλντ. Ο Μπρουκ όντας στρατιώτης που υπηρετούσε ως εθελοντής στη Βασιλική Μεραρχία της Μεγάλης Βρετανίας λίγο πριν την απόβαση της Καλλιπόλεως, αρρώστησε βαριά καθ' οδόν προς τα Στενά των Δαρδανελλίων και απεβίωσε σε γαλλικό πλωτό νοσοκομείο που είχε αγκυροβολήσει στην ελληνική Σκύρο. Ο Ιρλανδός ποιητής Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς τον περιέγραψε ως 'τον πιο όμορφο νεαρό άνδρα στην Αγγλία'.
Το ποίημα 'Ο Στρατιώτης' δημοσιεύτηκε στο περιοδικό 'Poetry' το 1915. Το ποίημα του Μπρουκ είναι αντι-πασιφιστικό και μας συγκινεί βαθιά. Ελάχιστα μετράει η εθνικότητα του στρατιώτη. Μείζον είναι η ηρωικότητα στην ιδέα του στρατιώτη. Η ηρωικότητα που αποτυπώνεται στο χαρτί με τον πιο μαγευτικό τρόπο από τον δικό μας ιδεαλιστή ριζοσπάστη Έρνστ Γιούνγκερ. Ας μην παραβλέψουμε ότι στα λεγόμενα αντιπολεμικά ποιήματα δεν απουσιάζει η έννοια του πατριωτισμού. Τουναντίον, αυτό που υπερτονίζεται και δεν χρειάζεται να πέφτουμε στην παγίδα να το υπερτονίσουμε ακόμα παραπάνω από αφέλεια, δεν είναι άλλο από το πολεμοκάπηλο στοιχείο και τον ψευδεπίγραφο πατριωτισμό. Στα αντιπολεμικά ποιήματα δεν σπιλώνεται  η ιδέα της πατρίδας, αλλά στηλιτεύεται ο άδικος πόλεμος. Οι πασιφιστές ποιητές και πεζογράφοι οφείλουν να κάνουν την αυτοκριτική τους, αρνούμενοι την φυσική τάξη πραγμάτων που είναι ο πόλεμος και η πατρίδα, κάθε φορά που το χέρι τους πλησιάζει το χαρτί στην προσπάθειά τους να αποτυπώσουν μία ουτοπική διάσταση του κόσμου στον οποίον θα ήθελαν να ζήσουν. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι αυτή η αντιπολεμική θεληματική διάσταση είναι ουτοπική και οι πιο ψύχραιμοι πασιφιστές παραδέχονται πια ότι δεν έχει ρεαλιστικότητα. Ο πασιφισμός αρχίζει και τελειώνει στα κουτούκια και τις μπουατ της γλεντοκώλας διεθνιστικής παραφροσύνης.
Παραθέτουμε το ποίημα 'Ο Στρατιώτης' σε μετάφραση του Κύπριου ποιητή Γλαύκου Αλιθέρση (1897-1965).
'Αν ήθελα πεθάνει αυτό για μένα σκέψου μόνο:
πως κάπου υπάρχει μια γωνιά σένα χωράφι ξένο
πούναι για πάντ’ Αγγλία. Εκεί θα βρίσκεται μια σκόνη
κρυμένη, πλουσιώτερη κι από τη γη την πλούσια·
σκόνη που γέννησε η Αγγλία, διάπλασε και μόρφωσε,
κι άνθη έδωσέ της ν’ αγαπά και δρόμους να πηγαίνη,
ένα κορμί Αγγλικό, Αγγλικό αναπνέοντας αγέρα
λουσμένο, ευλογημένο από τους ήλιους της πατρίδας.
Και σκέψου πως αυτή η καρδιά, που οι κακίες της σκόρπισαν,
μες την αιώνια διάνοιαν ένας παλμός τις σκέψες
που απ’ την Αγγλία της δόθηκαν τις έχει ανταποδώσει·
θεάματα, στόνους· κι όνειρα ευτυχή σαν τη μέρα της·
το, που απ’ τους φίλους έμαθε γέλοιο· και την ευγένεια,
πώχουν οι ειρηνικές καρδιές στον Αγγλικό ουρανό μας'.

Στο ίδιο μοτίβο μπορούμε να κατατάξουμε και το πρώτο δημοσιευμένο ποίημα του προφητικότερου συγγραφέως, η πένα του οποίου επηρέασε όσο ελάχιστοι τον αιώνα μας, του George Orwell. Ας μην ξεχνούμε πώς στο ίδιο μοτίβο γράφτηκε και το 'Αποχαιρετισμός στα Όπλα' του Έρνεστ Χέμινγουεϊ  Τον Αύγουστο του 1914, στην διάρκεια των ημερών του πολεμικού πυρετού που κυριάρχησε στη Μεγάλη Βρετανία, γράφτηκε το ποίημα 'Κάλεσμα στα Όπλα' που αποτυπώνει τον αγγλικό πατριωτισμό της εποχής. Το ποίημα του εντεκάχρονου τότε Orwell κατεχωρήθη στο σχολικό λεύκωμα του αυστηρού σχολικού ιδρύματος που φοιτούσε. Προηγήθηκε δημοσίευση στις 2 Οκτωβρίου στην τοπική εφημερίδα 'Στάνταρ του Χένλεϋ του Οξφορντσάιρ' με την υπογραφή 'Κύριος Έρικ Μπλάιαρ, εντεκάχρονος υιός του κυρίου Ρ. Μπλάιαρ'. Η εικόνα της μητριαρχικής βρετανικής κοινωνίας ως επικαλύψεως της πατριαρχικής εξουσιαστικής δομής που απετυπώθη με τον καλύτερο δυνατό τρόπο πολλές δεκαετίες μετέπειτα στο κομμάτι των Sex Pistols 'God Save the Queen' αντικατοπτρίζοντας την καθημερινότητα που βίωναν εκατομμύρια νέοι και νέες στη Μεγάλη Βρετανία. Η πατρίδα, η μαμή όλων, αποδείκνυε πώς ήταν πανταχού παρούσα, ακμαία και πάντοτε πρόθυμη να ποτιστεί με το αίμα των παιδιών της. Η Βασίλισσα ως επίγειος εκπρόσωπος της μητριαρχικής κοινωνίας έως σήμερα αποδεικνύει το βάσιμο του ισχυρισμού. Παραθέτουμε το οργουελικό 'κάλεσμα στα όπλα'.

'Ξεσηκωθείτε! Νέοι της Αγγλίας!
Δώστε μου του λιονταριού τη δύναμη
Την πονηριά της αλεπούς,
Για να παλαίψω Γερμανούς
Και να τους τρέψω σ' άτακτη φυγή.
Ω! Δείτε τη γροθιά τού Πολέμου
Που χτυπάει την Αγγλία δυνατά
Και σκεφτείτε τα νέα παληκάρια
Που πετούν στο στρατό τις ζωές τους.
Σηκωθείτε, νέοι της Αγγλίας,
Γιατί αν στην ανάγκη της χώρας
Δεν ταχθείτε στο πλευρό της
Στ' αλήθεια θα είστε δειλοί!'

Σε ανάλογο ύφος και το ποίημα του εξαιρετικού Αμερικανού συγγραφέως Μαρκ Τουαίην  'Πολεμική Προσευχή ή Προσευχή για τον Πόλεμο' που γράφτηκε το 1905 στη διάρκεια του Αμερικανο-ισπανικού πολέμου (1898) και δημοσιεύτηκε το 1916. Η απόδοση του ποιήματος στην νεοελληνική ανήκει στον Νικόλαο Ράπτη.

'Ήταν μια στιγμή μεγάλων πανηγυρισμών και συγκίνησης. Η χώρα είχε πάρει τα όπλα, ο πόλεμος είχε ξεκινήσει, σε κάθε στήθος έκαιγε η ιερή φλόγα του πατριωτισμού. Τα τύμπανα ηχούσαν, οι μπάντες παιάνιζαν, τα παιδικά πιστολάκια κροτούσαν, τα σφιχτοδεμένα βαρελότα σφύριζαν και πέταγαν σπίθες. Σε κάθε χέρι και σ’όλες τις στέγες και τα μπαλκόνια που χάνονταν στο βάθος του ορίζοντα, ένα δασός από σημαίες ανέμιζαν και άστραφταν στον ήλιο. Κάθε μέρα οι νεαροί εθελοντές παρήλαυναν στην πλατιά λεωφόρο χαρούμενοι και όμορφοι με τις καινούριες τους στολές, ενώ οι πατεράδες και οι μητέρες και οι αδελφές και οι αγαπημένες, γεμάτοι περηφάνια ζητωκραύγαζαν με φωνές πνιγμένες από συγκίνηση και ευτυχία καθώς περνούσαν μπροστά τους. Κάθε βράδυ τα στοιβαγμένα ακροατήρια σε μαζικές συναθροίσεις άκουγαν, λαχανιασμένα, την πατριωτική ρητορεία που συγκινούσε και τα πιο άδυτα βάθη των ψυχών τους. Και διέκοπταν αυτή τη ρητορεία κατά σύντομα διαστήματα με κυκλώνες από χειροκροτήματα, ενώ πάνω στα μάγουλά τους έτρεχαν τα δάκρυα. Στις εκκλησίες οι πάστορες κήρυσσαν την αφοσίωση στη σημαία και στην πατρίδα, και επικαλούνταν το Θεό των Μαχών, ικετεύοντας την παροχή της βοηθείας Του στον καλό μας αγώνα με χείμαρρους από φλογερή ευφράδεια που συγκινούσε κάθε ακροατή. Ήταν πραγματικά μια χαρούμενη και ευγενική στιγμή, και η μίση ντουζίνα από άφρονες ψυχές που αποτόλμησαν να αποδοκιμάσουν τον πόλεμο και να προβάλλουν αμφιβολίες για το ότι ήταν ενάρετος, αυτοστιγμεί δέχτηκαν μια τόσο αυστηρή και οργισμένη προειδοποίηση ώστε για χάρη της προσωπικής τους ασφάλειας γρήγορα ζάρωσαν μακριά από τα βλέμματα του κόσμου και δεν ξαναπροκάλεσαν με αυτόν τον τρόπο.

Ήρθε το πρωί της Κυριακής. Την επόμενη μέρα τα τάγματα θα έφευγαν για το μέτωπο. Η εκκλησία ήταν γεμάτη. Οι εθελοντές ήταν εκεί, τα πρόσωπα τους ξαναμμένα από στρατιωτικά όνειρα. Οράματα της σταθερής προέλασης με αυξανόμενη ορμή, της χειμαρρώδους επίθεσης, των λαμπερών σπαθιών, της φυγής του εχθρού, του ορυμαγδού, της περιβάλλουσας κάπνας, της άγριας καταδίωξης, της παράδοσης! Και μετά από τον πόλεμο, πίσω στην πατρίδα, ήρωες παρασημοφορημένοι, καλοδεχούμενοι, λατρεμένοι, βαφτισμένοι σε χρυσές θάλασσες δόξας!
Η λειτουργία προχωρούσε. Διαβάστηκε ένα πολεμικό κεφαλαίο από την Παλαιά Διαθήκη. Είπαν την πρώτη προσευχή. Την ακολούθησε μια βροντή από το αρμόνιο που συντάραξε το κτίριο, και με μια ενστικτώδη κίνηση σηκώθηκε όλο το εκκλησίασμα, με απαστράπτοντα μάτια και παλλόμενες καρδιές, και αναφώνησε με ορμή εκείνη τη φοβερή παράκληση:

'Ω Θεέ ο παντοίως τρομερός! Εσύ όστις προστάζεις. Βροντή η σάλπιγξ Σου και κεραυνός η ρομφαία Σου'
Μετά ακολούθησε η 'μεγάλη' προσευχή. Κανένας δεν μπορούσε να θυμηθεί από τα παλιά μια τέτοια προσευχή με τόσο φλογερή παράκληση και τόσο συγκινητική και όμορφη γλώσσα. Η ουσία της ικεσίας της ήταν, ότι ένας φιλεύσπλαχνος και πανάγαθος Πατέρας πάντων ημών, θα προστατεύει τους αγνούς νεαρούς στρατιώτες μας και θα τους βοηθάει, θα τους παρηγορεί και θα τους ενθαρρύνει στο πατριωτικό τους έργο. Θα τους ευλογεί, θα τους προασπίσει την ημέρα της μάχης και την ώρα του κίνδυνου, θα τους κρατάει στο παντοδύναμο χέρι του, θα τους κάνει δυνατούς και θαρραλέους, αήττητους κατά την αιματηρή επίθεση. Θα τους βοηθήσει να συντρίψουν τον εχθρό, θα δώσει σε αυτούς και στη σημαία τους και στην πατρίδα τους αιώνια τιμή και δόξα.

Ένας ηλικιωμένος ξένος μπήκε στην εκκλησία και με αργά και αθόρυβα βήματα προχώρησε στον κύριο διάδρομο ανάμεσα στα καθίσματα, ενώ τα μάτια του ήταν καρφωμένα πάνω στον ιερέα. Το υψηλό του σώμα ήταν ντυμένο με ένα χιτώνα που έφτανε μέχρι τα ποδιά του, το κεφάλι του ήταν ακάλυπτο, τα άσπρα του μαλλιά έφταναν μέχρι τους ωμούς του σαν ένας αφρισμένος καταρράκτης, το ρυτιδωμένο του πρόσωπο ήταν αφύσικα χλομό, τόσο χλομό που έδειχνε σταχτί. Ενώ όλα τα μάτια τον παρακολουθούσαν με απορία, αυτός συνέχισε τη σιωπηλή πορεία του. Χωρίς να σταματήσει ανέβηκε στον άμβωνα και στάθηκε δίπλα στον ιεροκήρυκα και έμεινε εκεί όρθιος, περιμένοντας. Με κλεισμένα τα βλέφαρα ο ιεροκήρυκας, χωρίς να έχει αντιληφθεί την παρουσία του ξένου, συνέχισε τη συγκινητική του προσευχή, την οποία και τέλειωσε με την φλογερή παράκληση:
'Ευλόγησε τα όπλα μας, δώσε μας τη νίκη, Ω Κύριε που είσαι ο Θεός μας, ο Πατέρας μας και ο Προστάτης της χώρας μας και της σημαίας μας!'
Ο ξένος του άγγιξε το βραχίονα, του έγνεψε να παραμερίσει, πράγμα που έκανε ο ξαφνιασμένος ιερωμένος, και πήρε τη θέση του. Για μερικές στιγμές ερεύνησε το εκστατικό ακροατήριο με σοβαρά μάτια, μέσα στα οποία έκαιγε ένα παράξενο φως. Κατόπιν με μια βαθιά φωνή είπε:
'Έρχομαι από το Θρόνο, φέρνοντας ένα μήνυμα από τον Παντοδύναμο Θεό!'

Τα λόγια έπληξαν το εκκλησίασμα με ταραχή. Ο ξένος δεν έδωσε σημασία, έστω και εάν είχε καταλάβει την ταραχή.

'Αυτός άκουσε την προσευχή του δούλου Του και ποιμένα σας, και θα την εκπληρώσει, εάν αυτή είναι η επιθυμία σας, αφού όμως πρώτα εγώ ο αγγελιοφόρος Του, σας έχω εξηγήσει τη σημασία της, την πλήρη σημασία της. Γιατί όπως πολλές από τις προσευχές των ανθρώπων, ζητάει κι΄αυτή περισσότερα από όσα έχει επίγνωση αυτός που την αρθρώνει—χωρίς να σταθεί και να σκεφτεί. Ο δούλος του Θεού και δικός σας δούλος ανέπεμψε την προσευχή του. Σταμάτησε όμως να σκεφτεί; Είναι μόνο μία προσευχή; Όχι, είναι δύο. Η μια εκφωνήθηκε, η άλλη όχι. Και οι δύο όμως έφθασαν στο αυτί Του, Αυτού ο Οποίος άκουει όλες τις παρακλήσεις, αυτές που εκφωνήθηκαν και αυτές που δεν εκφωνήθηκαν. Στοχασθείτε το εξής και κρατήστε το στο νου σας. Εάν ικετεύσετε κάποια ευλογία για τον εαυτό σας, προσέξτε! ίνα μη, χωρίς τη δική σας πρόθεση, επικαλείσθε συγχρόνως να επιπέσει κατάρα στο γείτονα σας. Εάν εσείς ζητάτε με την προσευχή σας την ευλογία της βροχής για τα σπαρτά σας, γιατί τη χρειάζονται, με αυτή σας την πράξη πιθανώς προσεύχεστε να επιπέσει κατάρα στα σπαρτά του γείτονα σας που ίσως δεν χρειάζονται τη βροχή και μπορεί να βλαφτούν από αυτήν.

Ακούσατε την προσευχή του δούλου σας. Το μέρος που εκφωνήθηκε. Είμαι εντεταλμένος από το Θεό να εκφράσω με λόγια το άλλο της μέρος. Εκείνο το μέρος με το οποίο ο πάστορας σας , όπως και εσείς μέσ’ τις καρδιές σας, προσευχηθήκατε εν σιωπή μετά θέρμης. Και εν άγνοια και άνευ στοχασμού; Ο Θεός να δώσει να ήταν έτσι! Ακούσατε αυτές τις λέξεις:'δώσε μας τη νίκη, Ω Κύριε που είσαι ο Θεός μας!'

Αυτό είναι αρκετό. Το όλο της εκφωνηθήσης προσευχής βρίσκεται συμπυκνωμένο σε αυτές τις φορτωμένες λέξεις. Περαιτέρω ανάπτυξη δεν είναι απαραίτητη. Όταν προσευχηθήκατε για τη νίκη προσευχηθήκατε και για μη αναφερθείσες επιπτώσεις που συνοδεύουν τη νίκη. Πρέπει να την συνοδεύουν. Δεν μπορεί παρά να την συνοδεύουν. Επί του ευήκοου πνεύματος του Θεού και Πατρός έφτασε επίσης και η μη εκφωνηθείσα προσευχή. Μου εδόθη εντολή από Αυτόν να την εκφράσω με λόγους. Ακούσατε!

Ω Κύριε και Πάτερ ημών, οι νεαροί μας πατριώτες, τα ινδάλματά μας, ξεκινάνε για τη μάχη. Είθε Εσύ να είσαι κοντά τους! Μεθ’ αυτών, εν πνευματι, ξεκινάμε και εμείς από την γλυκεία ειρήνη των προσφιλών μας εστιών για να συντρίψουμε τον εχθρό.
Ω Κύριε και Πάτερ ημών, βοήθησε μας να ξεσκίσουμε τους στρατιώτες του εχθρού σε αιματοβαμμένα κομμάτια με τις οβίδες μας.

Βοήθησε μας να σκεπάσουμε τα χαμογελαστά τους λιβάδια με τις ωχρές μορφές των γεμάτων πατριωτισμό νεκρών τους.
Βοήθησε μας να πνίξουμε τη βροντή των κανονιών με τα ουρλιαχτά των τραυματιών τους, που σφαδάζουν από τον πόνο.
Βοήθησε μας να ισοπεδώσουμε τα ταπεινά τους σπίτια με θύελλες από φωτιά.
Βοήθησε μας να γεμίσουμε τις καρδιές των χαροκαμένων γυναικών, οι οποίες δε φταίγανε σε τίποτα, με μάταια θλίψη.
Βοήθησε μας να τις πετάξουμε έξω, άστεγες να περιπλανώνται με τα μικρά παιδιά τους, χωρίς φίλους στους ερημότοπους της ρημαγμένης χώρας τους, μέσα σε κουρέλια και μέσα σε πείνα και δίψα, με κομματιασμένη την ψυχή τους, τσακισμένες από την οδύνη να Σε εκλιπαρούν να τους δώσεις το καταφύγιο του τάφου και Εσύ να τους αρνείσαι, για το δικό μας χατίρι οι οποίοι Σε λατρεύουμε, Κύριε, γκρέμισε τις ελπίδες τους, ξέρανε τη ζωή τους, παράτεινε την πικρή τους πορεία, κάνε να βαρύνουν τα βήματα τους, πότισε το δρόμο τους με δάκρυα, βάψε το λευκό χιόνι με το αίμα από τα πληγωμένα ποδιά τους!

Το ζητάμε από Εσένα , με το πνεύμα της αγάπης, απ’ Αυτόν που είναι η Πηγή της Αγάπης, και ο Οποίος είναι το αιώνια πιστό καταφύγιο και ο φίλος όλων όσοι είναι οικτρά βασανισμένοι και αποζητούν τη βοήθεια Του με ταπεινές και συντετριμμένες καρδιές. Αμήν'.(μετά από μια παύση.) 'Εσείς προσευχηθήκατε να γίνει τούτο. Εάν ακόμη το επιθυμείτε, πέστε το! Ο αγγελιαφόρος του Ύψιστου αναμένει'.
Όλοι ήταν σίγουροι ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν τρελός, γιατί δεν υπήρχε νόημα σε αυτά που είπε.
Στο εν λόγω ποίημα έχει βασιστεί το ομότιτλο μικρής διάρκειας φίλμ που αξίζει να παρακολουθήσει κανείς. Εδώ: https://vimeo.com/3531072

Αποκαλυπτικό του κλίματος που επικρατούσε στις αρχές του προηγούμενου αιώνος είναι το ποίημα 'Επίθεση' του Άγγλου ποιητή Ζίγκφριντ Σασούν που δημοσιεύτηκε το 1918. Το ποίημα καθρεφτίζει την ατομική εμπειρία του ποιητή στο μέτωπο.

'Στο ξημέρωμα η κορυφογραμμή αναδύεται ογκώδης και γκρίζα
Μέσα στο άγριο πορφυρό χρώμα του πυρωμένου ήλιου,
Σιγοκαίοντας μέσα από κρουνούς παρασυρόμενου καπνού που σκεπάζει
Τη φοβερή σημαδεμένη πλαγιά και, ένα προς ένα,
Τανκς έρπουν και αναποδογυρίζουν μπροστά το σύρμα.
Πυκνό πυρ βρυχάται και ανεβαίνει. Έπειτα, σκυμμένοι αδέξια
Με βόμβες και όπλα και φτυάρια και σύνεργα μάχης,
Οι άνδρες σπρώχνονται κι αναρριχώνται ν’ αντιμετωπίσουν τη μεγάλη πυρκαγιά.
Σκιές από γκρίζα, βουβά πρόσωπα, σκεπασμένα από φόβο
Αφήνουν τα χαρακώματα, σκαρφαλώνοντας στο σκέπασμα
Μονότονος και πολυάσχολος ο χρόνος χτυπά στους καρπούς τους
Κι ελπίζουν, με μάτια χαμηλωμένα και σφιγμένες γροθιές
Τσαλαβουτώντας μες τη λάσπη. Ω, Χριστέ μου, δώσε ένα τέλος σε όλο αυτό!'


Σύντροφοι και συντρόφισσες από Ξάνθη