Eίναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια, ολοένα περισσότερες παραγωγές με αναφορές στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο εισβάλουν στην μεγάλη και την μικρή οθόνη. Παραγωγές στις οποίες δίνεται έμφαση σε ένα τεχνητό συγκινησιακό περιβάλλον, παρά στην ιστορική αλήθεια. Συνεπεία αυτού, η εικόνα καταδυναστεύει τη σκέψη, αντί η εικόνα να αποτελεί αισθητικό αποτέλεσμα της αποτύπωσης μίας ιστορικής αλήθειας. Στην πλειοψηφία τους, υπολείπονται ιστορικού πλαισίου, ενώ δίνεται έμφαση στον μύθο του αδίκως κατατρεγμένου που καλλιεργείται από τους Εβραίους. Οι παραγωγές του είδους είναι τόσο πολλές, ώστε χρειάζονται αμέτρητες σελίδες για να εκτεθεί επαρκώς η προβληματική του παρόντος. Η 'Γυναίκα από Χρυσό', μπορεί να αποτελέσει, όμως, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της εβραϊκής αντίληψης περί του 'δικαίου', καταπώς το αισθάνονται οι ίδιοι. Όπως έχει λεχθεί, οι Εβραίοι επικαλούνται την φυλή ή την θρησκεία τους ανάλογα με τις ανάγκες τους. Άλλοτε είναι φυλή και άλλοτε θρησκεία. Δηλαδή μονά-ζυγά δικά τους, όπως χαρακτηριστικά λέγεται.
Η πλοκή στην περίπτωση αυτή αφορά την εθελούσια φυγή από φόβο και όχι την εκδίωξή της όπως αφήνεται να εννοηθεί από την Βιέννη της Αυστρίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες, της πρωταγωνίστριας Maria Altmann. Η Altmann παρουσιάζεται να έχει ζήσει με την οικογένειά της στην Βιέννη προ του Anschluss. Οπόταν οι Εβραίοι της Αυστρίας και της γειτονικής Τσεχίας-Μοραβίας ήκμαζαν χάρη στις οικονομικές απατεωνιές τους. Ένα χαρακτηριστικό της παραγωγής είναι ότι λείπουν σκοπίμως οι ημερομηνίες των γεγονότων, ειδικότερα στην παρουσία των Εθνικοσοσιαλιστών, ώστε ο θεατής να εστιαστεί στις 'φρικαλεότητες' στις οποίες δίδεται η μεγαλύτερη έμφαση, παρά στην ιστορική πορεία των γεγονότων, μέσα από μία διαδικασία αιτίας και αποτελέσματος. Η εβραϊκή μαεστρία έγκειται στην ταύτιση του θεατή με αυτόν που εκάστοτε παρουσιάζεται ως θύμα, παρά με το ιστορικώς αληθές. Η Altmann προσπαθεί να ανακτήσει τα οικογενειακά κειμήλιά της, τα οποία κατασχέθηκαν υπό συνθήκες που νομικίστικα εκτίθενται στο γυαλί, ενώ ανάμεσα σε αυτά υπάρχει ένας από τους διασημότερους πίνακες ζωγραφικής του Αυστριακού ζωγράφου Gustav Klimt (1862-1918). Φυσικά, ο θεατής δεν μπορεί να κρίνει με σαφήνεια ποιά πλευρά έχει δίκιο, καθώς η παραγωγή εστιάζεται στους Εβραίους που θιγμένοι όντες, όπως όλοι οι πελάτες στον εβραϊκό κόσμο του εμπορίου, 'έχουν πάντοτε δίκιο'. Η Altmann, ούσα παρών στην κηδεία της αδελφής της και αστεϊζόμενη με τον δικό της εβραϊκό τρόπο, έρχεται σε επαφή με μία φίλη της από την ίδια κοινότητα, η οποία της συστήσει τον υιό της ως δικηγόρο για την υπόθεσή της. Στα υπάρχοντα της αδελφής της βρίσκει κάποια ντοκουμέντα που αφορούν την περιουσία της οικογένειας της. Σε όλη την πλοκή, δίνεται έμφαση στο εβραϊκό πείσμα, το οποίο διόλου αληθές είναι. Οι Εβραίοι παρουσιάζονται ως μαχητές, ως 'υπεράνθρωποι', ως ευφυείς, όχι ως δειλοί, ως πονηροί και ως μετριότητες που είναι. Και αυτό όλο λειτουργεί καθαρά προπαγανδιστικά υπέρ τους και ενίοτε κατά τους.
Η Altmann διεκδικεί 5 πίνακες του Klimt από το αυστριακό κράτος, προκειμένου να τους μεταφέρει στην Αμερική. Παρόλο το εμφανές αντι-εθνικοσοσιαλιστικό μένος, δύσκολα καταφέρνει ο σκηνοθέτης, ηθελημένα ή αθέλητα, να αποκρύψει επαρκώς στοιχεία του εβραϊκού χαρακτήρος. Η 'δικαιοσύνη' που επικαλείται η Altmann, δεν είναι τίποτα περισσότερο από εκδίκηση που παίρνει και αυτό αποτυγχάνει να αποκρύψει ο σκηνοθέτης στο τέλος της παραγωγής. Ο νεαρός φιλόδοξος δικηγόρος δελεάζεται από την υπόθεση, καθώς ανακαλύπτει την χρηματική αξία των πινάκων, για την οποία αξία δεν αναφέρει οτιδήποτε στην Altmann, παρόλο που ο ίδιος είναι και αυτός Εβραίος, ενώ η Altmann χαρακτηρίζεται από συναισθηματικές εναλλαγές, οι οποίες ωστόσο πάλι λειτουργούν προπαγανδιστικά, καθώς στο τέλος αυτό που αφήνεται να εννοηθεί είναι ότι ο Εβραίος όχι μόνον δεν εγκαταλείπει τις προσπάθειές του για να επωφεληθεί οικονομικώς, τουναντίον ότι αυτό θεωρείται 'δικαιοσύνη' και αποκλειστικά για αυτό μονάχα διεξάγεται. Ο κουτοπόνηρος δικηγόρος ονομάζεται Randy Schoenberg και εμφανίζεται ως συνέχεια σπουδαίων προσωπικοτήτων της πολιτιστικής και κοινωνικής ζωής της Αυστρίας της εποχής εκείνης. Όμως, η όλη ιστορία αφορά πραγματικά γεγονότα και ο Schoenberg είναι υπαρκτό πρόσωπο, ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες και ως δικηγόρος διεκδικεί κατασχεθείσες περιουσίες Εβραίων από τους Εθνικοσοσιαλιστές κατά την περίοδο που έλαβε χώρα το 'Ολοκαύτωμα'. Η Maria Altmann εκπροσωπήθηκε στην πραγματικότητα από τον Schoenberg για να διεκδικήσει τα κειμήλιά της από την περιουσία τoυ θείου της Ferdinand και της θείας της Adele, Bloch-Bauer. Η παραγωγή έχει σαφώς προπαγανδιστικό σκοπό και πολιτικές προεκτάσεις που δεν αποκρύπονται. Και αυτά γίνονται προφανή μέσα από τις κουβέντες που εκστομίζονται εντός του ανωτάτου δικαστηρίου και όχι μόνο, στο οποίο κατέφυγε η Altmann, έχοντας μηνύσει το αυστριακό κράτος το 2004. Ο ρόλος του Schoenberg χρήζει ερμηνείας, από τη στιγμή που ο ρόλος του είναι αυτός ενός δικηγόρου που θα αμοιβόταν μονάχα στην περίπτωση που η δίκη είχε επιτυχή έκβαση. Πρόκειται για μία ιδιότητα που ουσιαστικά αποτελεί τοκογλυφική δραστηριότητα, εφόσον βάσει αυτής δεν κυνηγάει το δίκαιο, αλλά πως με κάθε μέσο, θεμιτό ή κυρίως αθέμιτο, θα αποσπάσει όσο περισσότερα χρήματα μπορεί από τον εκάστοτε αντίδικό του. Η ψυχρότητα του Εβραίου δικηγόρου στην πλοκή φτάνει έως σημείου να αδιαφορεί για την οικογένειά του, αλλά και για την ετοιμόγεννη γυναίκα του, εφόσον ως άλλος ψυχασθενής του 'Π' (1998), αναζητάει τον τρόπο με τον οποίο θα κερδίσει την υπόθεση. Εδώ έχουμε μία αντινομία, από την στιγμή που ο ίδιος γνωρίζει εκ των προτέρων ότι υπήρχαν σημαντικές πιθανότητες επιτυχίας και μεγάλης χρηματικής αμοιβής, η οποία ομολογείται από τον ίδιο πως αποτέλεσε το κίνητρό του για να αναλάβει την υπόθεση και όχι η 'δικαίωση'. Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο στο οποίο πρέπει να δοθεί η ανάλογη σημασία είναι οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται σε όλη την πλοκή, αφού διαπιστώνεται εύκολα πως αποτελούν όρους που χρησιμοποιούνται κατά κόρον στην πολιτική ή στα media. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μία αντινομία, όπως πρότινος, αλλά με την έκθεση στο τηλεοπτικό γυαλί, μίας προπαγανδιστικής μηχανής που εξυπηρετεί νυχθημερόν τους σκοπούς του εβραϊκού μύθου και έχει οικονομικά ανταλλάγματα που σπάνια έρχονται στο φως. Ο Schoenberg επέτυχε να αποσπάσει το 40% των πινάκων του Klimt, συνολικής αξίας 120 εκατομμύρια δολάρια. Με τη σειρά του έδωσε ένα μέρος αυτών των χρημάτων ως δωρεά στο 'Μουσείο του Ολοκαυτώματος' στο Los Angeles, του οποίου είναι Πρόεδρος. Μεταξύ άλλων τινών, διοικεί την 'μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα οργάνωση' JewishGen που ασχολείται με την εβραϊκή γενεαλογία. Ο Klimt προερχόταν από μία οικογένεια της μεσαίας τάξης της Μοραβίας. Ο πίνακάς της 'Adele' πωλήθηκε στην τιμή 135 εκατομμύρια δολάρια, ξεπερνώντας ακόμα και τον Picasso. Είναι άξιον απορίας ότι ο Klimt τυγχάνει τέτοιας αναγνωρισιμότητας. Και αυτό έχει τη σημασία του. Τα περισσότερα μοντέλα του ήταν εβραϊκής καταγωγής. Το 1888, ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ του απένειμε το χρυσό μετάλλιο του Τάγματος της Τιμής για το σύνολο της συνεισφοράς του στην τέχνη, ενώ για τις τοιχογραφιες του στα κλιμακοστάσια του Burgtheater (θέατρο της πόλης) απέσπασε την ίδια χρονιά το Αυτοκρατορικό Βραβείο. Παρά την αναγνώριση του έργου του, το 1893 δεν κατάφερε να διοριστεί καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών έπειτα από άρνηση του υπουργείου Πολιτισμού να επικυρώσει το διορισμό του. Και αυτό μπορεί να οφείλεται μονάχα στην εβραϊκή καταγωγή του, διότι οι Εβραίοι ως γνωστόν στις χώρες αυτές αποκλείονταν από θέσεις στο δημόσιο, λόγω θρησκείας ή καταγωγής. Εξάλλου, οι Εβραίοι δεν θα διεξήγαγαν ποτέ έναν τέτοιο αγώνα στο όνομα ενός μη-Εβραίου. Αυτό επικυρώνεται από το γεγονός πως οι χρηματοδότες του ήταν στην πλειοψηφία τους Εβραίοι.
Την Altmann και τον Schoenberg παρουσιάζεται να τους συνδράμει 'οικιοθελώς' και 'ανιδιοτελώς' ένας 'τυφλοπόντικας' της Βιέννης, ο Hubertus Czernin, ο οποίος παρουσιάζεται ως ιεραπόστολος του αυστριακού πατριωτισμού που θέλει την 'δικαίωση' των Εβραίων. Εδώ προκύπτει ένα άλλο σπουδαίο εβραϊκό προπαγανδιστικό τέχνασμα που χρησιμοποιείται πολύ συχνά στον σύγχρονο κινηματογράφο. Ο Czernin τους ομολογεί πως στην ηλικία των 15 ανακάλυψε ότι ο πατέρας του ήταν συνεργάτης των Εθνικοσοσιαλιστών και αυτό τον κατατρύχει σε όλη τη ζωή του. Οι Εβραίοι προσπαθούν να διαβάλουν τον θεατή, ότι τα παιδιά πρέπει να πηγαίνουν κόντρα στους γονείς, κάτι που για τους ίδιους ουδέποτε επιτρέπεται. Τουναντίον, οι Εβραίοι παρουσιάζονται ως οικογένειες με δεσμούς που θα έπρεπε ίσως να ζηλεύουν οι μη-Εβραίοι στον σύγχρονο κόσμο. Για τους μη-Εβραίους δεν μπορεί ποτέ όμως να ισχύει το ίδιο. Τα παιδιά των μη-Εβραίων πρέπει να εναντιωθούν σε ό,τι έπραξαν οι 'κακοί' γονείς τους. Εδώ έχουμε τον ορισμό του πνευματικού δηλητηρίου που χύνουν καθημερινά και παντού οι Εβραίοι. Ο σκοπός τους είναι η πρόκληση επίπλαστων και επίκτητων αισθημάτων ενοχής για τα 'εγκλήματα' με τα οποία 'βαρύνονται' και ουδέποτε διέπραξαν οι κατηγορούμενοι από τους ίδιους. Σε αυτή την ενοχή έχει στηριχθεί ολόκληρο το οικοδόμημα του 'Ολοκαυτώματος'.
Η σύνθεση των ηθοποιών θεωρούμε πως κρύβει από άποψη καταγωγής το κλειδί της παραγωγής, καθώς η πλειοψηφία αποτελείται από Εβραίους. Έπειτα, η έμφαση που δίνεται στο 'Ολοκαύτωμα' είναι απολύτως προκλητική, καθώς οι εκπρόσωποί του εμφανίζονται ως υπεράνω κυβερνήσεων και θεσμών, όπου για παράδειγμα η Altmann εμφανίζεται να διακόπτει ως άλλο πρόσωπο δημοσίου δικαίου και άνευ παρατηρήσεων τη νομική διαδικασία, να επεμβαίνει στην διαδικασία όποτε το θελήσει, να βγάζει λόγους δίχως να έχει κάποια άλλη επαγγελματική ιδιότητα πέραν του 'θύματος', να απειλεί με θράσος και να συνομιλεί από μία ιδιότυπη θέση ισχύος με την κυβέρνηση της Αυστρίας και τους εκπροσώπους του αυστριακού κράτους. Φυσικά, δεν παραλείπει σε διάφορα σημεία της πλοκής να αναφερθεί εμφατικά στο ότι πρέπει 'τουλάχιστον' να τιμήσουν το μνημείο του Ολοκαυτώματος στη Βιέννη. Μην παραλείψουμε να πούμε πως ο πίνακας του Klimt επωλήθη στον Εβραίο επιχειρηματία Ronald Lauder. Το μότο της παραγωγής είναι 'Ο Αγώνας για τη Δικαιοσύνη δεν σταματάει ποτέ', μία φράση-κλισέ των Εβραίων στις εκδηλώσεις για την μνήμη του 'Ολοκαυτώματος', η οποία ουκ ολίγες φορές εκστομίζεται με μίσος στην πλοκή από την Altmann. Σαφώς και ο πίνακας της 'Adele' είναι δείγμα κακογουστιάς, η θεία Adele είναι μία κακάσχημη Εβραία, και για εμάς, τουναντίον μονάχα για τους Εβραίους μπορεί να ισχύει, δεν έχει καμία αξία από κάθε άποψη. Μολαταύτα, παρουσιάζετια, κόντρα σε κάθε λογική, ως στολίδι της Αυστρίας και ούτε λίγο ούτε πολύ, ως η 'ψυχή της Αυστρίας'. Αυτά μονάχα στην εβραϊκή φαντασιοπληξία, ομολογουμένως πλούσια, συμβαίνουν και όχι στην πραγματικότητα. Στην πλοκή, ίσως από λάθος του διαφεύγει του σκηνοθέτη, οι Εβραίοι παρουσιάζονται ως κοσμοπολίτες που απολαμβάνουν την ζωή, ανήσυχοι όντες για το μέλλον τους στην Αυστρία, έχοντας ωστόσο ερείσματα και πληροφορίες πριν από όλους τους άλλους πολίτες, για να καταφύγουν στη Γερμανία, την Ελβετία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Συνεπώς, δεν υφίσταται κανενός είδους πατριωτισμός για τους Εβραίους που στην ιστορία δεν έχουν πατρίδα, αλλά περιπλανώνονται αιωνίως, όπως μεταφράζεται το επίπλαστο ενδιαφέρον του Αυστριακού Czernin προς την υπόθεση της Altmann.
Από σκηνοθετικής άποψης, η παραγωγή έχει πολλά τρωτά σημεία, όπως για παράδειγμα η εστίαση του φακού στα πρόσωπα των Εβραίων, όπου αυτοί παρουσιάζονται δύσμορφοι και κακάσχημοι, όπως στην πραγματικότητα είναι, σχεδόν εξωγήινοι. Αντιθέτως, οι Εθνικοσοσιαλιστές παρουσιάζονται δυναμικοί, αποφασιστικοί και με χαρακτηριστικά όπως γαλανά μάτια, ψηλοί, ψυχροί. Το πλέον τρωτό σημείο της παραγωγής είναι τα κίνητρα του άπειρου, πλην φιλόδοξου, Εβραίου δικηγόρου, ο οποίος άθελά του αποκρυσταλλώνει την εβραϊκή ψυχή, όπου δεν δίνει σημασία στις ρίζες του, αλλά αρκείται στο χρηματικό όφελος από την υπόθεση. Επίσης καταρρίπτεται οποιοσδήποτε ισχυρισμός των Εβραίων περί πατριωτισμού και αποτυπώνεται πεντακάθαρα ο κοσμοπολιτισμός τους, οπουδήποτε αυτοί τελούν εν χλιδή. Είναι πολύ σημαντικό να κατανοηθεί από τον θεατή μίας τέτοιας παραγωγής ή κάθε άλλης, ότι οι Εβραίοι οπουδήποτε συνδέονται με αναμνήσεις, αυτές εδράζονται στο επίπεδο της καλοπέρασης και της μη-βαθύτερης σύνδεσης με το μέρος όπου διαβιούν. Για παράδειγμα, η Θεσσαλονίκη, αποτελεί για αυτούς μία 'πατρίδα', για έναν και μοναδικό λόγο. Ο λόγος αυτός είναι ότι η πόλη αυτή έχει συνδεθεί μαζί τους ως συνώνυμο του πλούτου και τίποτα περισσότερο. Είναι η πόλη όπου ήκμασαν οικονομικά και αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία για τους Εβραίους. Η σύνδεση των Εβραίων δεν είναι συναισθηματική, όπως τεχνηέντως αφήνουν να αιωρείται. Δεν αγαπούν τις φυσικές ομορφιές ενός τόπου. Τουναντίον, το μόνο που αγαπούν είναι η ιδιοκτησία τους, τα πλούτη και τα παλάτια τους, το κοσμοπολίτικο πνεύμα της διασκέδασης, τις καταθέσεις τους στις τράπεζες. Ο σκηνοθέτης του 'Woman in Gold', Simon Curtis, Εβραίος ο ίδιος, θεωρούμε πως αποτυγχάνει μέσα στην αποτυχία του να αποδώσει ένα δραματουργικό τόνο στην υπόθεση. Η ιστορία εκδικείται όσους την διαστρεβλώνουν. Δεν συγχωρεί όσους την ατιμάζουν.
Οι Εβραίοι δεν αγάπησαν τίποτα άλλο από το χρήμα και την πολυτέλεια. Οι Έλληνες ερωτεύτηκαν τα πάντα εκτός από το χρήμα. Τους ανθρώπους, τις πέτρες που πατάνε. Το χρήμα έμελλε να γίνει το τρωτό σημείο τους στο σήμερα. Οι Έλληνες έχουν μολυνθεί από το εβραϊκό πνεύμα. Αυτή είναι η αιτία όλων των δεινών. Όμως, 'η αρχαία ψυχή ζει μέσα σας, αθέλητα κρυμμένη'...
Πληροφορίες για την υπόθεση μπορείτε να βρείτε εδώ:
http://www.stealingklimt.com
http://www.adeleswish.com