“Το μυστικό να μαζέψετε την μεγαλύτερη σοδιά,
την μεγαλύτερη χαρά της ύπαρξης είναι το ζην επικινδύνως,
στις παρυφές του ηφαιστείου.
Χτίστε τις πόλεις στο Βεζούβιο!
Στείλτε τα πλοία σας σε ανεξερεύνητες θάλασσες!
Ζήστε σε πόλεμο με τους όμοιους σας και με τον εαυτό σας”
(Φρίντριχ Νίτσε)
Έχει σημασία αν είμαστε λίγοι ή πολλοί; Σημασία έχει να είμαστε αυτοί που πρέπει, ανεξάρτητα από την ποσότητα και τις κυρίαρχες καταμετρήσεις. Η δύναμις έγκειται στην νεότητα, πολύ παραπάνω δε συναρτάται της ποιότητας των ηγετών, των στελεχών και των μελών της οργάνωσης των ριζοσπαστών εθνικιστών. Αν το δούμε και από μια άλλη οπτική γωνία, μια οργάνωση, προερχόμενη είτε από τον χώρο της άκρας αριστεράς είτε από τον χώρο της άκρας δεξιάς, ουδέποτε κρίθηκε ή οδηγήθηκε ενώπιον των δικαστηρίων για την αριθμητική της δύναμη. Τουναντίον, το βασικό κριτήριο οιασδήποτε πολιτικής δίωξης υπέστησαν οι επαναστατικές οργανώσεις στη διάρκεια των ετών, ήταν και παραμένει η επικινδυνότητά τους για την επισφαλή ειρήνη που επιδιώκει να επιβάλει το καθεστώς.
Η επικινδυνότητα τους ορίζεται βάσει των επαναστατικών ενεργειών τους και κατά κύριο λόγο εξαιτίας της ραγδαίας ανάπτυξης των δυνάμεων που διαθέτει καθεμία στο ιδεολογικό και μη οπλοστάσιο της. Η οργάνωση που ανεβαίνει σκαλοπάτια στην επαναστατική διαδικασία, μοιραία συγκεντρώνει το άσβεστο μίσος των διωκτικών αρχών, ώστε να την ενοχοποιήσουν και να την κυνηγήσουν ανηλεώς. Εις μάτην όμως σε κάποιες περιπτώσεις. Η κοινωνία όσο κι αν έχει χάσει τα αλλοτινά αντανακλαστικά της, συναισθηματικά και ενδεχομένως λογικά διατηρεί ψήγματα ανθρωπιάς και από αντίδραση είτε ταυτίζεται με τους φερόμενους ως “θύτες” είτε τους προσφέρει την ηθική δικαίωση που επιζητούν μέσα από τον αγώνα τους. Σε κάθε περίπτωση το κράτος χάνει, διότι δεν κερδίζει ποτέ κατά κράτος. Διότι: "Κράτος λέγεται το πιο ψυχρό απ’ όλα τα ψυχρά τέρατα. Και ψυχρά επίσης ψεύδεται και τούτο το ψέμα βγαίνει σερνάμενο από το στόμα του: "εγώ, το κράτος, είμαι ο λαός ", σύμφωνα με τον Φρίντριχ Νίτσε.
Για εμάς δεν υπάρχουν αθώοι και ένοχοι. Οι όροι αυτοί λαμβάνουν το περιεχόμενο που τους δίνει η εκάστοτε εξουσία. Για εμάς υπάρχουν μόνο εθνικοί επαναστάτες και αστοί προσκυνημένοι. Το δίπολο “αθώοι ή ένοχοι” εξισώνει τον δήμιο με το θύμα. Εμείς θέλουμε να σπάσουμε αυτή την εξουσιαστική σχέση και οι άνθρωποι να ζουν εν αρμονία με τη φύση τους, δηλαδή βάσει της φυλής στην οποία φυσικά ανήκουν. Στις κοινότητες υπάρχουν ιεροί νόμοι με ισχύ κοινωνικού δικαίου και συλλογικοί κανόνες που συγκροτούν μια δίκαιη μικρογραφία της κοινωνίας. Στις κοινότητες εδράζεται το βαρύτερο πλήγμα για τον νεοελληνικό ραγιαδισμό. Στις κοινότητες θα ανθίσει και πάλι η γνήσια ελληνική ζωή. Ας τολμήσουμε να καταστρέψουμε τον ψεύτικο τρόπο ζωής των μεγαλουπόλεων και ας δώσουμε το τελειωτικό χτύπημα στην ισορροπία του τρόμου που βασιλεύει στις δυτικές μητροπόλεις του ώριμου καπιταλισμού.
Οι επαναστάτες και ειδικότερα οι ριζοσπάστες εθνικιστές δρουν ως αντάρτες διότι το καθεστώς δεν τους περιέχει εννοιολογικά και οντολογικά. Το κίνητρο των επαναστατών δεν είναι οικονομικό, τουναντίον είναι άμεση συνάρτηση ενός απάνθρωπου τρόπου ζωής που δεν τους περιέχει καν στις λίστες των ζωντανών-νεκρών. Αρνούμαστε να οδηγήσουμε τον εαυτό μας εθελούσια στο ικρίωμα και επιλέγουμε την οδό της εθνικής και κοινωνικής επανάστασης με όλα τα μέσα.
Οι επαναστάτες ορίζουν τι είναι αυτό που πολεμούν. Ειδάλλως, ο αγώνας χαρακτηρίζεται από μια ανεπίτρεπτη ιδεολογική αστοχία υλικού, ίδιον της ανικανότητας για προσαρμογή στους ισχύοντες κανόνες του παιχνιδιού. Για να πολεμήσουμε, πρέπει να γνωρίζουμε πρωτίστως γιατί πολεμάμε και τι είναι αυτό που πολεμάμε, τι αντιτάσσουμε σ’ αυτό και με ποια μέσα θα το πετύχουμε, αλλά και τι υπερασπιζόμαστε και εν ονόματι ποιού ή ποιών. Οι ριζοσπάστες εθνικιστές δεν κάνουν αγώνες για λογαριασμό άλλων, παρά μόνο για το συμφέρον του έθνους. Εξάλλου, δεν αισθανόμαστε ότι ανήκουμε κάπου αλλού, παρά μόνο στο Έθνος μας.
Είναι βέβαιον ότι ο άρρωστος κόσμος που απλώνεται γύρω μας αρνείται πεισματικά να πεθάνει. Οι επαναστάτες έχουν να αντιμετωπίσουν ένα καθ’ όλα αρνητικό περιβάλλον στον ολιστικό αγώνα τους. Οι υπόδουλοι δεν λένε να ξυπνήσουν, παρά τις εκκωφαντικές εκρήξεις, απόρροια υπαρξιακών κλονισμών που λαμβάνουν χώρα σε κάθε χώρο και κάθε στιγμή, αρνούμενοι να προχωρήσουν βαθυστόχαστα στην μονόδρομο κριτική των όπλων, ωστόσο εμμένουν να οδύρονται με τα όπλα της κριτικής ανά χείρας ή παρά πόδας.
Είναι βέβαιον επίσης, ότι είμαστε επαναστάτες διότι μπορούμε να είμαστε μοναχικοί λύκοι στον κόσμο της απόλυτης μοναξιάς του όντος. Η απροσμέτρητη κυκλοφορία των ειδήσεων, των εμπορευμάτων, των θεαμάτων, των τροχοφόρων, των πεζών, η ασύδοτη εναλλαγή των κλιματολογικών συνθηκών και η άνοδος και η πτώση των τιμών και των αξιών, όλα τους σε καθημερινή βάση, αυτά και πόσα άλλα, δεν κάνουν τίποτα διαφορετικό από το να διογκώνουν τα αισθήματα ομηρίας, σύνθλιψης της προσωπικότητας, το αίσθημα του ψυχικού βιασμού και της οριζόντιας μοναχικότητας στο παρόν. Η αιωρούμενη απειλή για το έθνος μας είναι η επιβεβλημένη διαιώνιση του γκρίζου παρόντος στο μέλλον.
Οι ριζοσπάστες εθνικιστές βλέπουμε το σύστημα σαν μια κοινωνική καταβόθρα που ρουφάει ανθρώπους, χρόνους, στιγμές, συναισθήματα, εικόνες, αναμνήσεις, τιμωρώντας τους πάντες και τα πάντα σε μια αιώνια λήθη και ανυπαρξία στον παρόντα χρόνο.
Οι ριζοσπάστες εθνικιστές δεν έχουν απέναντί τους έναν εχθρό που απειλεί τα σύνορα περιμετρικά της Ελλάδος. Οι ριζοσπάστες εθνικιστές, γνωρίζουν ότι το κράτος τους έχει στερήσει εκ των έσω την πατρίδα τους και αυτό είναι κάτι που δεν συγχωρείται καθοιονδήποτε τρόπο από εμάς. Θέλουμε επί πίνακι τα κεφάλια των πολιτικών, διότι είναι οι προδότες του έθνους βαρύνονται με την γενοκτονία στην οποία έχουν οδηγήσει τον άλλοτε υπερήφανο λαό μας. Ασκώντας αφόρητες ψυχολογικές πιέσεις και χρηματίζοντας αδρά επί δεκαετίες πήραν ως αντάλλαγμα της κοινωνική συναίνεση στο έγκλημα της εσχάτης προδοσίας. Μοίρασαν πλούτο που δεν προερχόταν από την εθνική παραγωγική βάση, πλούτο που δεν προερχόταν από τις παραγωγικές δυνάμεις του λαού, τουναντίον ήταν το αντίτιμο της αφαίμαξης του εθνικού κορμού από τις ληστρικές ορδές του εγχώριου και του αλλότριου καπιταλιστικού εσμού.
Γνωρίζουμε πως η πατρίδα μας κυβερνιέται από προδότες και ότι ουσιαστικά είναι νεκρή. Την δολοφόνησαν οι απάτριδες προδότες πολιτικοί. Είναι νεκρή διότι της αφαίρεσαν κάθε εθνικό όραμα για την εδαφική επέκτασή της επί των λυτρωτικών διεκδικήσεών της, όπως επίσης της ξερίζωσαν το φυσικό δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη των δυνάμεων του έθνους, όπως εξίσου την αφαίμαξαν με κάθε τρόπο. Η πατρίδα μας στην σήμερον ημέρα, αποτελεί κατά δραματικό τρόπο το σύμβολο λατρείας και πίστης σε ένα μέλλον που δεν θα έχει καμία σχέση με το εφιαλτικό σήμερα μονάχα για μια ισχυρή και αποφασισμένη μειοψηφία του λαού μας. Είτε το θέλουμε είτε όχι, η πλειοψηφία του λαού οδηγείται σε μια εξόντωση που δεν αντιλαμβάνεται. Είναι η λεγόμενη άγνοια του κινδύνου, η οποία χαρακτηρίζει τόσο τους θαρραλέους, τους τολμηρούς, τους παράφρονες, τους ασυνείδητους, όσο και τους φύσει δειλούς. Στην περίπτωσή μας χαρακτηρίζει τους υπνοβάτες-συμπατριώτες-συνταξιδιώτες της καθημερινής μας ζωής.
Οι ριζοσπάστες εθνικιστές δεν περιμένουν από καμία κεντρική ή κομματική εξουσία να πράξει τα δέοντα, ως όφειλε να το κάνει, αν τουλάχιστον ήθελε να την μεταχειρίζονται με τον ίδιο τρόπο οι σύγχρονοι υπήκοοί της. Η ισότιμη σχέση δεν περιλαμβάνεται στο φαντασιακό της εξουσίας και η άνιση μεταχείριση αποτελεί τον απαράβατο κανόνα κάθε δυτικής δημοκρατίας. Για εμάς δεν υπάρχουν αόρατες και ανεπαίσθητες επαναστάσεις που γίνονται με το βαμβάκι. Βρισκόμαστε σε πόλεμο με το σύστημα και αν αυτό συνεπάγεται περισσότερη δίκαιη βία εναντίον της προδοτικής εξουσίας, ας είναι έτσι. Κανένας δεν αισθάνεται ότι θα ζημιωθεί καθοιονδήποτε τρόπο από μια ενδεχόμενη “παράπλευρη” απώλεια των πολιτικών διότι πολύ απλά κανείς δεν πιστεύει στην χρησιμότητά τους.
Για εμάς υπάρχουν αντάρτες στα βουνά και κυρίως στις πόλεις που μάχονται άνευ όρων και συνθηκολογήσεων το καθεστώς, χρησιμοποιώντας την τέχνη του ασύμμετρου πολέμου, το κοφτερό μυαλό και την φαντασία τους στον αγώνα για ανορθόδοξη επιβίωση και μαζικό σαμποτάζ στις γραμμές του εχθρού σε έναν ολικό επαναστατικό πόλεμο.
Όσοι πιστεύουν στις πλάγιες λύσεις, προφανώς έχουν απολέσει την πνευματική ισορροπία τους και εκκολάπτουν χίμαιρες στην συνείδηση του λαού. Από μια άλλη σκοπιά, όσοι κινούνται με πολιτικάντικα τσαλιμάκια και ελιγμούς, τοιουτοτρόπως δεν τοποθετούνται ευθέως επί των κυρίων ζητημάτων. Ομιλούν πλαγίως και ποτέ άμεσα, άρα, ειλικρινά. Πολιτική σημαίνει ότι εξαπατάς τον διπλανό σου για να πετύχεις κάτι. Η πολιτική είναι μια διαρκής εξαπάτηση.
Το τεκμήριο αθωότητας του λαού μας δεν είναι συγχωροχάρτι και για εμάς. Στο ίδιο ζουμί βράζουμε και τον ίδιο δηλητηριώδη ζωμό καταπίνουμε. Όπως προείπαμε, για εμάς δεν υφίστανται αθώοι, ούτε κι ένοχοι. Όλα είναι ζήτημα επιλογών. Μισούμε στον ίδιο βαθμό τόσο τους δήμιους που ηδονίζονται να μαστιγώνουν τα άψυχα κορμιά των υποταγμένων αστών, όσο και όλους όσοι επιλέγουν την παθητικότητα ως αντίληψη και καιροσκοπική στάση ζωής. Οι ριζοσπάστες εθνικιστές δεν συμμετέχουν στην διαδικασία της επιλογής της λιγότερο επιβλαβούς λύσης για το κοινωνικό σύνολο. Ο αγώνας μας είναι ολιστικός. Επιδιώκουμε την ολική ανατροπή και όχι μονάχα την τιμωρία των επιμέρους κομματιών ενός ασύμμετρου κοινωνικού πάζλ.
Το σύστημα αναπαράγει επιμέρους εξουσιαστικές δομές και συντηρεί τους μύθους που υποστυλώνουν αυτές. Η κεντρική εξουσία, απρόσιτη στο λαό και στην εικόνα την οποία θέλει να περάσει προς τα έξω, δημιουργεί αμέτρητες άλλες εξουσίες, αναπαραστάσεις των οποίων εντοπίζουμε στις συμπεριφορές μας, στις κινήσεις μας, στις χειρονομίες μας, στους φόβους μας και στις μικρές καθημερινές κοινωνικές εντροπίες.
Ορισμένοι, είτε από θέση συμφέροντος, είτε από θέση περίοπτη, είτε εξαιτίας μιας περιούσιας καταγωγής, οι κυρίαρχοι σφυρηλατούν μια ακαθόριστη εν πολλοίς σχέση αφέντη-δούλου στην νεοελληνική κοινωνία, βασιζόμενοι στο ότι εκ προοιμίου ο δούλος πρέπει να δώσει την απάντηση στο “τις πταίει” για την αδικία που υφίσταται από τον εκάστοτε αφέντη. Αυτοί είναι οι υπέρμαχοι της διατήρησης της υπάρχουσας κοινωνικής και πολιτικής δομής στην Ελλάδα. Η ευθύνη που βαρύνει τους υπηκόους για την σημερινή κατάσταση είναι ότι κοιμούνται με φρούδες ελπίδες και “ξυπνούν”, αλλά πως ξυπνούν, με βασανιστικούς εφιάλτες.
Κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι θα ξεπεράσουμε ως λαός την οικονομική κρίση, την όξυνση των όποιων αντιθέσεων μέσα στην κοινωνία μέσα από το χρυσωμένο χάπι της αστικής αντίδρασης των χρεοκοπημένων αγανακτισμένων σε όλο αυτό το σκηνικό. Η μόνη θεραπεία που μπορούν να δώσουν οι ριζοσπάστες εθνικιστές στο κοινωνικό θέατρο είναι ένα νέο αντιθέατρο. Κοινώς, να αλλάξουν ή να σκίσουν όσες σελίδες χρειαστεί ώστε να περάσουμε στην επόμενη παράσταση. Το παρόν θυμίζει αρχαία τραγωδία με τις όποιες ομοιότητες στην συνισταμένη του γέλωτα. Έχει έλθει ο καιρός να περάσουμε στο σατυρικό δράμα. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, το σατυρικό δράμα θεωρείται “η προβαθμίδα της τραγωδίας”.
Επομένως, την κρίση οικονομικών τίτλων και αξιών έχουμε ιερή υποχρέωση να την βαθύνουμε ως εκεί που δεν πάει το φτυάρι, ώστε να προκαλέσουμε το απαραίτητο βραχυκύκλωμα που απαιτείται σ’ ένα καθ’ όλα ηλεκτρισμένο κοινωνικό πεδίο για να γίνει η πολυπόθητη εκκένωση. Οι ριζοσπάστες εθνικιστές επιδιώκουν να αντλήσουν τα οφέλη που θα προκύψουν από μια επιτόπια κύλιση προς το χάος που θα προκληθεί στις μητροπόλεις του δυτικού καπιταλισμού.
Είμαστε ριζοσπάστες εθνικιστές, εθνικοί επαναστάτες, άνθρωποι της πράξης και της θεωρίας και όχι της θεωρίας και της πράξης. Η κίνηση δημιουργεί τη θεωρία και όχι η θεωρία την κίνηση. Οι επαναστάσεις χτίστηκαν βήμα-βήμα χάρη στις πράξεις των εξεγερμένων. Τίποτα δεν θεωρούμε αυτονόητο και δεν δίνουμε αξία σε πρόσωπα που δεν κάνουν πράξη τις ιδέες τους. Τι έχει στο μυαλό του ο καθένας για το επέκεινα ή την επαύριον δεν μας απασχόλησε ποτέ. Μας ενδιαφέρει τι κάνει στο παρόν. Δεν μας συγκινούν κοινωνικά οι πεθαμένοι. Μας αγγίζουν μόνο εθνικά. Ωστόσο, θεωρούμε πρωταρχικό μας καθήκον να μιλήσουμε στους ζωντανούς και να τους αγγίξουμε στην πράξη. Διότι, σε αυτούς χρωστάμε στο σήμερα. Και προπάντων στον εαυτό μας.
Δεν θέλουμε το χειροκρότημα, ούτε την αποδοχή τους, όπως δεν θέλουμε το αντίτιμο και την μαζική ικανοποίηση. Δεν περιμένουμε το πράσινο φως από τις μάζες προκειμένου να πράξουμε το καθήκον μας. Δρούμε καθημερινά γιατί αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε τον εθνικισμό. Βιωματικά.
Κάθε ανάληψη ευθύνης μας αποτελεί από μόνης της ένα κάλεσμα αγώνα και εγρήγορσης. Η έκφραση της οργής μας υψώνεται σαν τείχος απέναντι στον κόσμο της εξουσίας κάθε ώρα και κάθε στιγμή. Δεν παίρνουμε αναβολή από τη ζωή για να εκδηλώσουμε την επίθεση μας σε πεπερασμένο χρόνο. Δεν δίνουμε χρονικά περιθώρια και ακυρώνουμε κάθε αναβολή. Ο πόλεμος μας ενάντια στο υπάρχον είναι ένα διαρκές και ανοικτό συμβόλαιο θανάτου που μετράει μόνο αντίστροφα. Όσο δεν το αποδέχεται η εξουσία, τόσο οπλίζει τις συνειδήσεις μας και άλλο τόσο τα χέρια μας.
Οι πυρήνες των ριζοσπαστών εθνικιστών έχουν το όνομά μας. Είναι ο μόνος δρόμος προκειμένου να προσπεράσουμε με στυλ την αδράνεια που επιδεικνύουν οι επαναστατικά άγουρες και ασύμφορες μάζες ώστε να συγκροτήσουμε ενιαίο ριζοσπαστικό μέτωπο με τις δυνάμεις της πύρινης γνώμης. Οι πυρήνες μας είναι τα τελευταία καταφύγια πριν τον μεγάλο χαμό. Δεν έχουμε άλλη θέληση από το να αγωνιστούμε μέχρι το τέλος, ακόμα κι αν καούμε ζωντανοί σαν νέοι μάρτυρες της ιδέας, ως γνήσιοι επίγονοι του ανυπέρβλητου Γρηγορίου Αυξεντίου σε έναν νέο Μαχαιρά του έθνους μας. Δεν είναι η δόξα, δεν είναι τα λεφτά, είναι του αντρειωμένου θανάτου η χαρά…
την μεγαλύτερη χαρά της ύπαρξης είναι το ζην επικινδύνως,
στις παρυφές του ηφαιστείου.
Χτίστε τις πόλεις στο Βεζούβιο!
Στείλτε τα πλοία σας σε ανεξερεύνητες θάλασσες!
Ζήστε σε πόλεμο με τους όμοιους σας και με τον εαυτό σας”
(Φρίντριχ Νίτσε)
Έχει σημασία αν είμαστε λίγοι ή πολλοί; Σημασία έχει να είμαστε αυτοί που πρέπει, ανεξάρτητα από την ποσότητα και τις κυρίαρχες καταμετρήσεις. Η δύναμις έγκειται στην νεότητα, πολύ παραπάνω δε συναρτάται της ποιότητας των ηγετών, των στελεχών και των μελών της οργάνωσης των ριζοσπαστών εθνικιστών. Αν το δούμε και από μια άλλη οπτική γωνία, μια οργάνωση, προερχόμενη είτε από τον χώρο της άκρας αριστεράς είτε από τον χώρο της άκρας δεξιάς, ουδέποτε κρίθηκε ή οδηγήθηκε ενώπιον των δικαστηρίων για την αριθμητική της δύναμη. Τουναντίον, το βασικό κριτήριο οιασδήποτε πολιτικής δίωξης υπέστησαν οι επαναστατικές οργανώσεις στη διάρκεια των ετών, ήταν και παραμένει η επικινδυνότητά τους για την επισφαλή ειρήνη που επιδιώκει να επιβάλει το καθεστώς.
Η επικινδυνότητα τους ορίζεται βάσει των επαναστατικών ενεργειών τους και κατά κύριο λόγο εξαιτίας της ραγδαίας ανάπτυξης των δυνάμεων που διαθέτει καθεμία στο ιδεολογικό και μη οπλοστάσιο της. Η οργάνωση που ανεβαίνει σκαλοπάτια στην επαναστατική διαδικασία, μοιραία συγκεντρώνει το άσβεστο μίσος των διωκτικών αρχών, ώστε να την ενοχοποιήσουν και να την κυνηγήσουν ανηλεώς. Εις μάτην όμως σε κάποιες περιπτώσεις. Η κοινωνία όσο κι αν έχει χάσει τα αλλοτινά αντανακλαστικά της, συναισθηματικά και ενδεχομένως λογικά διατηρεί ψήγματα ανθρωπιάς και από αντίδραση είτε ταυτίζεται με τους φερόμενους ως “θύτες” είτε τους προσφέρει την ηθική δικαίωση που επιζητούν μέσα από τον αγώνα τους. Σε κάθε περίπτωση το κράτος χάνει, διότι δεν κερδίζει ποτέ κατά κράτος. Διότι: "Κράτος λέγεται το πιο ψυχρό απ’ όλα τα ψυχρά τέρατα. Και ψυχρά επίσης ψεύδεται και τούτο το ψέμα βγαίνει σερνάμενο από το στόμα του: "εγώ, το κράτος, είμαι ο λαός ", σύμφωνα με τον Φρίντριχ Νίτσε.
Για εμάς δεν υπάρχουν αθώοι και ένοχοι. Οι όροι αυτοί λαμβάνουν το περιεχόμενο που τους δίνει η εκάστοτε εξουσία. Για εμάς υπάρχουν μόνο εθνικοί επαναστάτες και αστοί προσκυνημένοι. Το δίπολο “αθώοι ή ένοχοι” εξισώνει τον δήμιο με το θύμα. Εμείς θέλουμε να σπάσουμε αυτή την εξουσιαστική σχέση και οι άνθρωποι να ζουν εν αρμονία με τη φύση τους, δηλαδή βάσει της φυλής στην οποία φυσικά ανήκουν. Στις κοινότητες υπάρχουν ιεροί νόμοι με ισχύ κοινωνικού δικαίου και συλλογικοί κανόνες που συγκροτούν μια δίκαιη μικρογραφία της κοινωνίας. Στις κοινότητες εδράζεται το βαρύτερο πλήγμα για τον νεοελληνικό ραγιαδισμό. Στις κοινότητες θα ανθίσει και πάλι η γνήσια ελληνική ζωή. Ας τολμήσουμε να καταστρέψουμε τον ψεύτικο τρόπο ζωής των μεγαλουπόλεων και ας δώσουμε το τελειωτικό χτύπημα στην ισορροπία του τρόμου που βασιλεύει στις δυτικές μητροπόλεις του ώριμου καπιταλισμού.
Οι επαναστάτες και ειδικότερα οι ριζοσπάστες εθνικιστές δρουν ως αντάρτες διότι το καθεστώς δεν τους περιέχει εννοιολογικά και οντολογικά. Το κίνητρο των επαναστατών δεν είναι οικονομικό, τουναντίον είναι άμεση συνάρτηση ενός απάνθρωπου τρόπου ζωής που δεν τους περιέχει καν στις λίστες των ζωντανών-νεκρών. Αρνούμαστε να οδηγήσουμε τον εαυτό μας εθελούσια στο ικρίωμα και επιλέγουμε την οδό της εθνικής και κοινωνικής επανάστασης με όλα τα μέσα.
Οι επαναστάτες ορίζουν τι είναι αυτό που πολεμούν. Ειδάλλως, ο αγώνας χαρακτηρίζεται από μια ανεπίτρεπτη ιδεολογική αστοχία υλικού, ίδιον της ανικανότητας για προσαρμογή στους ισχύοντες κανόνες του παιχνιδιού. Για να πολεμήσουμε, πρέπει να γνωρίζουμε πρωτίστως γιατί πολεμάμε και τι είναι αυτό που πολεμάμε, τι αντιτάσσουμε σ’ αυτό και με ποια μέσα θα το πετύχουμε, αλλά και τι υπερασπιζόμαστε και εν ονόματι ποιού ή ποιών. Οι ριζοσπάστες εθνικιστές δεν κάνουν αγώνες για λογαριασμό άλλων, παρά μόνο για το συμφέρον του έθνους. Εξάλλου, δεν αισθανόμαστε ότι ανήκουμε κάπου αλλού, παρά μόνο στο Έθνος μας.
Είναι βέβαιον ότι ο άρρωστος κόσμος που απλώνεται γύρω μας αρνείται πεισματικά να πεθάνει. Οι επαναστάτες έχουν να αντιμετωπίσουν ένα καθ’ όλα αρνητικό περιβάλλον στον ολιστικό αγώνα τους. Οι υπόδουλοι δεν λένε να ξυπνήσουν, παρά τις εκκωφαντικές εκρήξεις, απόρροια υπαρξιακών κλονισμών που λαμβάνουν χώρα σε κάθε χώρο και κάθε στιγμή, αρνούμενοι να προχωρήσουν βαθυστόχαστα στην μονόδρομο κριτική των όπλων, ωστόσο εμμένουν να οδύρονται με τα όπλα της κριτικής ανά χείρας ή παρά πόδας.
Είναι βέβαιον επίσης, ότι είμαστε επαναστάτες διότι μπορούμε να είμαστε μοναχικοί λύκοι στον κόσμο της απόλυτης μοναξιάς του όντος. Η απροσμέτρητη κυκλοφορία των ειδήσεων, των εμπορευμάτων, των θεαμάτων, των τροχοφόρων, των πεζών, η ασύδοτη εναλλαγή των κλιματολογικών συνθηκών και η άνοδος και η πτώση των τιμών και των αξιών, όλα τους σε καθημερινή βάση, αυτά και πόσα άλλα, δεν κάνουν τίποτα διαφορετικό από το να διογκώνουν τα αισθήματα ομηρίας, σύνθλιψης της προσωπικότητας, το αίσθημα του ψυχικού βιασμού και της οριζόντιας μοναχικότητας στο παρόν. Η αιωρούμενη απειλή για το έθνος μας είναι η επιβεβλημένη διαιώνιση του γκρίζου παρόντος στο μέλλον.
Οι ριζοσπάστες εθνικιστές βλέπουμε το σύστημα σαν μια κοινωνική καταβόθρα που ρουφάει ανθρώπους, χρόνους, στιγμές, συναισθήματα, εικόνες, αναμνήσεις, τιμωρώντας τους πάντες και τα πάντα σε μια αιώνια λήθη και ανυπαρξία στον παρόντα χρόνο.
Οι ριζοσπάστες εθνικιστές δεν έχουν απέναντί τους έναν εχθρό που απειλεί τα σύνορα περιμετρικά της Ελλάδος. Οι ριζοσπάστες εθνικιστές, γνωρίζουν ότι το κράτος τους έχει στερήσει εκ των έσω την πατρίδα τους και αυτό είναι κάτι που δεν συγχωρείται καθοιονδήποτε τρόπο από εμάς. Θέλουμε επί πίνακι τα κεφάλια των πολιτικών, διότι είναι οι προδότες του έθνους βαρύνονται με την γενοκτονία στην οποία έχουν οδηγήσει τον άλλοτε υπερήφανο λαό μας. Ασκώντας αφόρητες ψυχολογικές πιέσεις και χρηματίζοντας αδρά επί δεκαετίες πήραν ως αντάλλαγμα της κοινωνική συναίνεση στο έγκλημα της εσχάτης προδοσίας. Μοίρασαν πλούτο που δεν προερχόταν από την εθνική παραγωγική βάση, πλούτο που δεν προερχόταν από τις παραγωγικές δυνάμεις του λαού, τουναντίον ήταν το αντίτιμο της αφαίμαξης του εθνικού κορμού από τις ληστρικές ορδές του εγχώριου και του αλλότριου καπιταλιστικού εσμού.
Γνωρίζουμε πως η πατρίδα μας κυβερνιέται από προδότες και ότι ουσιαστικά είναι νεκρή. Την δολοφόνησαν οι απάτριδες προδότες πολιτικοί. Είναι νεκρή διότι της αφαίρεσαν κάθε εθνικό όραμα για την εδαφική επέκτασή της επί των λυτρωτικών διεκδικήσεών της, όπως επίσης της ξερίζωσαν το φυσικό δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη των δυνάμεων του έθνους, όπως εξίσου την αφαίμαξαν με κάθε τρόπο. Η πατρίδα μας στην σήμερον ημέρα, αποτελεί κατά δραματικό τρόπο το σύμβολο λατρείας και πίστης σε ένα μέλλον που δεν θα έχει καμία σχέση με το εφιαλτικό σήμερα μονάχα για μια ισχυρή και αποφασισμένη μειοψηφία του λαού μας. Είτε το θέλουμε είτε όχι, η πλειοψηφία του λαού οδηγείται σε μια εξόντωση που δεν αντιλαμβάνεται. Είναι η λεγόμενη άγνοια του κινδύνου, η οποία χαρακτηρίζει τόσο τους θαρραλέους, τους τολμηρούς, τους παράφρονες, τους ασυνείδητους, όσο και τους φύσει δειλούς. Στην περίπτωσή μας χαρακτηρίζει τους υπνοβάτες-συμπατριώτες-συνταξιδιώτες της καθημερινής μας ζωής.
Οι ριζοσπάστες εθνικιστές δεν περιμένουν από καμία κεντρική ή κομματική εξουσία να πράξει τα δέοντα, ως όφειλε να το κάνει, αν τουλάχιστον ήθελε να την μεταχειρίζονται με τον ίδιο τρόπο οι σύγχρονοι υπήκοοί της. Η ισότιμη σχέση δεν περιλαμβάνεται στο φαντασιακό της εξουσίας και η άνιση μεταχείριση αποτελεί τον απαράβατο κανόνα κάθε δυτικής δημοκρατίας. Για εμάς δεν υπάρχουν αόρατες και ανεπαίσθητες επαναστάσεις που γίνονται με το βαμβάκι. Βρισκόμαστε σε πόλεμο με το σύστημα και αν αυτό συνεπάγεται περισσότερη δίκαιη βία εναντίον της προδοτικής εξουσίας, ας είναι έτσι. Κανένας δεν αισθάνεται ότι θα ζημιωθεί καθοιονδήποτε τρόπο από μια ενδεχόμενη “παράπλευρη” απώλεια των πολιτικών διότι πολύ απλά κανείς δεν πιστεύει στην χρησιμότητά τους.
Για εμάς υπάρχουν αντάρτες στα βουνά και κυρίως στις πόλεις που μάχονται άνευ όρων και συνθηκολογήσεων το καθεστώς, χρησιμοποιώντας την τέχνη του ασύμμετρου πολέμου, το κοφτερό μυαλό και την φαντασία τους στον αγώνα για ανορθόδοξη επιβίωση και μαζικό σαμποτάζ στις γραμμές του εχθρού σε έναν ολικό επαναστατικό πόλεμο.
Όσοι πιστεύουν στις πλάγιες λύσεις, προφανώς έχουν απολέσει την πνευματική ισορροπία τους και εκκολάπτουν χίμαιρες στην συνείδηση του λαού. Από μια άλλη σκοπιά, όσοι κινούνται με πολιτικάντικα τσαλιμάκια και ελιγμούς, τοιουτοτρόπως δεν τοποθετούνται ευθέως επί των κυρίων ζητημάτων. Ομιλούν πλαγίως και ποτέ άμεσα, άρα, ειλικρινά. Πολιτική σημαίνει ότι εξαπατάς τον διπλανό σου για να πετύχεις κάτι. Η πολιτική είναι μια διαρκής εξαπάτηση.
Το τεκμήριο αθωότητας του λαού μας δεν είναι συγχωροχάρτι και για εμάς. Στο ίδιο ζουμί βράζουμε και τον ίδιο δηλητηριώδη ζωμό καταπίνουμε. Όπως προείπαμε, για εμάς δεν υφίστανται αθώοι, ούτε κι ένοχοι. Όλα είναι ζήτημα επιλογών. Μισούμε στον ίδιο βαθμό τόσο τους δήμιους που ηδονίζονται να μαστιγώνουν τα άψυχα κορμιά των υποταγμένων αστών, όσο και όλους όσοι επιλέγουν την παθητικότητα ως αντίληψη και καιροσκοπική στάση ζωής. Οι ριζοσπάστες εθνικιστές δεν συμμετέχουν στην διαδικασία της επιλογής της λιγότερο επιβλαβούς λύσης για το κοινωνικό σύνολο. Ο αγώνας μας είναι ολιστικός. Επιδιώκουμε την ολική ανατροπή και όχι μονάχα την τιμωρία των επιμέρους κομματιών ενός ασύμμετρου κοινωνικού πάζλ.
Το σύστημα αναπαράγει επιμέρους εξουσιαστικές δομές και συντηρεί τους μύθους που υποστυλώνουν αυτές. Η κεντρική εξουσία, απρόσιτη στο λαό και στην εικόνα την οποία θέλει να περάσει προς τα έξω, δημιουργεί αμέτρητες άλλες εξουσίες, αναπαραστάσεις των οποίων εντοπίζουμε στις συμπεριφορές μας, στις κινήσεις μας, στις χειρονομίες μας, στους φόβους μας και στις μικρές καθημερινές κοινωνικές εντροπίες.
Ορισμένοι, είτε από θέση συμφέροντος, είτε από θέση περίοπτη, είτε εξαιτίας μιας περιούσιας καταγωγής, οι κυρίαρχοι σφυρηλατούν μια ακαθόριστη εν πολλοίς σχέση αφέντη-δούλου στην νεοελληνική κοινωνία, βασιζόμενοι στο ότι εκ προοιμίου ο δούλος πρέπει να δώσει την απάντηση στο “τις πταίει” για την αδικία που υφίσταται από τον εκάστοτε αφέντη. Αυτοί είναι οι υπέρμαχοι της διατήρησης της υπάρχουσας κοινωνικής και πολιτικής δομής στην Ελλάδα. Η ευθύνη που βαρύνει τους υπηκόους για την σημερινή κατάσταση είναι ότι κοιμούνται με φρούδες ελπίδες και “ξυπνούν”, αλλά πως ξυπνούν, με βασανιστικούς εφιάλτες.
Κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι θα ξεπεράσουμε ως λαός την οικονομική κρίση, την όξυνση των όποιων αντιθέσεων μέσα στην κοινωνία μέσα από το χρυσωμένο χάπι της αστικής αντίδρασης των χρεοκοπημένων αγανακτισμένων σε όλο αυτό το σκηνικό. Η μόνη θεραπεία που μπορούν να δώσουν οι ριζοσπάστες εθνικιστές στο κοινωνικό θέατρο είναι ένα νέο αντιθέατρο. Κοινώς, να αλλάξουν ή να σκίσουν όσες σελίδες χρειαστεί ώστε να περάσουμε στην επόμενη παράσταση. Το παρόν θυμίζει αρχαία τραγωδία με τις όποιες ομοιότητες στην συνισταμένη του γέλωτα. Έχει έλθει ο καιρός να περάσουμε στο σατυρικό δράμα. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, το σατυρικό δράμα θεωρείται “η προβαθμίδα της τραγωδίας”.
Επομένως, την κρίση οικονομικών τίτλων και αξιών έχουμε ιερή υποχρέωση να την βαθύνουμε ως εκεί που δεν πάει το φτυάρι, ώστε να προκαλέσουμε το απαραίτητο βραχυκύκλωμα που απαιτείται σ’ ένα καθ’ όλα ηλεκτρισμένο κοινωνικό πεδίο για να γίνει η πολυπόθητη εκκένωση. Οι ριζοσπάστες εθνικιστές επιδιώκουν να αντλήσουν τα οφέλη που θα προκύψουν από μια επιτόπια κύλιση προς το χάος που θα προκληθεί στις μητροπόλεις του δυτικού καπιταλισμού.
Είμαστε ριζοσπάστες εθνικιστές, εθνικοί επαναστάτες, άνθρωποι της πράξης και της θεωρίας και όχι της θεωρίας και της πράξης. Η κίνηση δημιουργεί τη θεωρία και όχι η θεωρία την κίνηση. Οι επαναστάσεις χτίστηκαν βήμα-βήμα χάρη στις πράξεις των εξεγερμένων. Τίποτα δεν θεωρούμε αυτονόητο και δεν δίνουμε αξία σε πρόσωπα που δεν κάνουν πράξη τις ιδέες τους. Τι έχει στο μυαλό του ο καθένας για το επέκεινα ή την επαύριον δεν μας απασχόλησε ποτέ. Μας ενδιαφέρει τι κάνει στο παρόν. Δεν μας συγκινούν κοινωνικά οι πεθαμένοι. Μας αγγίζουν μόνο εθνικά. Ωστόσο, θεωρούμε πρωταρχικό μας καθήκον να μιλήσουμε στους ζωντανούς και να τους αγγίξουμε στην πράξη. Διότι, σε αυτούς χρωστάμε στο σήμερα. Και προπάντων στον εαυτό μας.
Δεν θέλουμε το χειροκρότημα, ούτε την αποδοχή τους, όπως δεν θέλουμε το αντίτιμο και την μαζική ικανοποίηση. Δεν περιμένουμε το πράσινο φως από τις μάζες προκειμένου να πράξουμε το καθήκον μας. Δρούμε καθημερινά γιατί αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε τον εθνικισμό. Βιωματικά.
Κάθε ανάληψη ευθύνης μας αποτελεί από μόνης της ένα κάλεσμα αγώνα και εγρήγορσης. Η έκφραση της οργής μας υψώνεται σαν τείχος απέναντι στον κόσμο της εξουσίας κάθε ώρα και κάθε στιγμή. Δεν παίρνουμε αναβολή από τη ζωή για να εκδηλώσουμε την επίθεση μας σε πεπερασμένο χρόνο. Δεν δίνουμε χρονικά περιθώρια και ακυρώνουμε κάθε αναβολή. Ο πόλεμος μας ενάντια στο υπάρχον είναι ένα διαρκές και ανοικτό συμβόλαιο θανάτου που μετράει μόνο αντίστροφα. Όσο δεν το αποδέχεται η εξουσία, τόσο οπλίζει τις συνειδήσεις μας και άλλο τόσο τα χέρια μας.
Οι πυρήνες των ριζοσπαστών εθνικιστών έχουν το όνομά μας. Είναι ο μόνος δρόμος προκειμένου να προσπεράσουμε με στυλ την αδράνεια που επιδεικνύουν οι επαναστατικά άγουρες και ασύμφορες μάζες ώστε να συγκροτήσουμε ενιαίο ριζοσπαστικό μέτωπο με τις δυνάμεις της πύρινης γνώμης. Οι πυρήνες μας είναι τα τελευταία καταφύγια πριν τον μεγάλο χαμό. Δεν έχουμε άλλη θέληση από το να αγωνιστούμε μέχρι το τέλος, ακόμα κι αν καούμε ζωντανοί σαν νέοι μάρτυρες της ιδέας, ως γνήσιοι επίγονοι του ανυπέρβλητου Γρηγορίου Αυξεντίου σε έναν νέο Μαχαιρά του έθνους μας. Δεν είναι η δόξα, δεν είναι τα λεφτά, είναι του αντρειωμένου θανάτου η χαρά…